Friday, February 27, 2009

Flammen & Citronen (Μέρες Θυμού)


Σκηνοθεσία: Ole Christian Madsen
Παραγωγής: Denmark / Czech Republic / Germany / 2008
Διάρκεια: 130'





Μπορεί να μην είναι τόσο θυμωμένο όσο μαρτυράει ο ελληνικός τίτλος, μπορεί να απέχει παρασάγγας απ' το να χαρακτηριστεί ενα ικανοποιητικό ιστορικό τεκμήριο, όμως ο Ole Christian Madsen έκανε μια πολύ προσεγμένη και σφιχτοδεμένη δουλειά, που αναμένεται να προσελκύσει το ενδιαφέρον.

Στην Κοπεγχάγη του 1944 και καθώς ο πόλεμος οδεύει προς το τέλος του, η βουβή συγκατάβαση του πληθυσμού υποκινεί την αποβίβαση των γερμανικών φασιστικών στρατευμάτων στη χώρα. Στα πλαίσια αυτά, ο Ole Christian Madsen θα διηγηθεί την ιστορία των Flammen (Thure Lindhardt) και Citronen (Mads Mikkelsen), τα προσωνύμια με τα οποία έμειναν στην ιστορία. Πρόκειται για δύο νεαρούς αντιστασιακούς που εκτελούσαν πρωτεργάτες του φασιστικού κλοιού, είτε υπό διαταγές ανωτέρων, είτε όπως υπαγόρευε η βούληση τους.


Η σκοτεινή και πυκνογραμμένη δραματουργία καταγράφει (τουλάχιστον αρχικά) ένα αινιγματικό τοπίο. Η απόλυτη προσκόλληση στο πρωταγωνιστικό δίδυμο αφαιρεί τον αναμενόμενο ιστορικό προσανατολισμό μιας τέτοιας ταινίας και τη μετατρέπει πιότερο σε ενα δράμα χαρακτήρων ή μια κάπως αφελή (διπλή) βιογραφία. Στα πλαίσια αυτά, εύκολα θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς το Flammen & Citronen ως μια ταινία πολεμικής κατανάλωσης και υπέρμετρης ηρωικής εξύμνησης. Όμως στα δικά μου μάτια, ακόμα και αν οι σκοποί του δημιουργού παραμένουν ασαφείς, δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Πρόκειται για μια ταινία που καταδεικνύει την άβυσσο της πραγματικότητας και τον ολέθριο χαμό μας σε αυτή, μέσω της απόλυτης σχηματικοποίησης των εννοιών και των πραγμάτων που επιβάλει ένας ανώριμος εσωτερικός ενθουσιασμός ή παρόρμηση.


Τι εννοώ; Θα παρακολουθήσουμε την δράση του πρωταγωνιστικού δίδυμου, του οποίου οι προθέσεις δεν αμφισβητούνται για την αγνότητα τους. Όμως ακόμα και σε αυτά τα πλαίσια, είτε όντας έρμαια ανωτέρων είτε μέσω των παράπλευρων απωλειών, οι πράξεις τους μοιάζουν επανειλημμένα να είναι ενάντιες στη φερόμενη ιδεολογία τους. Ενώ από την άλλη, ακόμα και ο Hoffmann, ο αρχηγός της Gestapo που θεωρητικά είναι ο νούμερο ένα αντιήρωας, έχει κάποιες στιγμές ανθρώπινης ποιότητας. Ενώ τέλος, η αινιγματική Ketty Selmer, στο ρόλο της θελκτικής διπλής πράκτορα, παραμένει πάντα απρόβλεπτη και οποιοσδήποτε χαρακτηρισμός θα ήταν εντελώς ριψοκίνδυνος.


Με αυτό τον τρόπο ο Ole Christian Madsen πασχίζει να καταρρίψει την μονομέρεια που αποκτούν στην ανθρώπινη νόηση οι έννοιες καλός-κακός, δίκαιος-άδικος κλπ. Τις οριοθετεί ως άλλοθι και εσωτερικούς υποκινητές του ανθρώπινου εγκεφάλου, ο οποίος αγκιστρώνεται και αυτοπεριορίζεται στην μονομέρεια της οπτικής του. Στο διαπλεκόμενο σύμπαν της ταινίας, οι έννοιες δεν είναι παρά συγκοινωνούντα δοχεία που συνθέτουν καθολικά και αδιαίρετα την πραγματικότητα. Όπως άλλωστε και σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, που μέσα της προϋπάρχει ένα σύνολο χιλιάδων και διαφορετικών αλληλοσυγκρουόμενων υπάρξεων (άλλες πιο ανεπτυγμένες και άλλες σε νηπιακό στάδιο), ανεξαρτήτως αν ο άνθρωπος συνήθως αρέσκεται να ξελογιάζεται απ' το εγωκεντρικό ημισφαίριο της διανόησης του. Σε αυτή τη βάση παρακολουθούμε και την δράση των Mads Mikkelsen και Thure Lindhardt να συγγενεύει επικίνδυνα με φασίζουσες νοοτροπίες. Στον προσωπικό τους βίο ο σκηνοθέτης μας κλείνει πονηρά το μάτι. Άλλωστε μια οποιασδήποτε απόχρωσης ιδέα που διατυμπανίζει αριστερές καταβολές αποσκοπώντας την εύνοια, πόσο απέχει τελικά από μια φασίζουσα νοοτροπία;

Το Flammen & Citronen καταπιάνεται, όπως πολλές ταινίες φέτος, με την πολύπαθη ιστορία του Β' Παγκόσμιου πολέμου. Αν και αποτυγχάνει κατά κράτος να αναπτύξει μια σοβαρή ματιά στη θεματική του, επιτυγχάνει (περισσότερο από σπόντα) ενα εμβαθές ψυχογραφικό σκιαγράφημα στην ανούσια σκακιέρα του πολέμου. Αλλά αν σε τίποτα δε βρεις ενδιαφέρον, τότε ίσως σε αποζημιώσει η υπερσκηνοθετημένη του χροιά και οι συμπαγείς ερμηνείες στο σύνολο του cast.


Βαθμολογία: 7/10



The Tale of Despereaux (Η Ιστορία του Ντεσπερό)


Σκηνοθεσία: Sam Fell-Robert Stevenhagen
Παραγωγής: UK / USA / 2008
Διάρκεια: 90'





Το "The Tale of Despereaux" έρχεται σαν παλιό παραδοσιακό καλό παραμύθι να κατακτήσει το παιδικό κοινό (στο ενήλικο ίσως απλά τσιγκλίσει λίγο το "τέρας" της νοσταλγίας). Απαλλαγμένο από τους εξυπνακισμούς του σύγχρονου animation, πιστό στη φόρμα της Pixar, ηθικολόγο και εμφανώς δύσκαμπτο αφηγηματικά.


Ένας ασυνήθιστος αρουραίος, με πραγματικά λεπτούς τρόπους, άθελα του θα καταστρέψει την πολυαναμενόμενη μέρα της σούπας. Η μέρα της σούπας είναι η μοναδική μέρα του χρόνου, όπου ένας ξακουστός μάγειρας ενός διακεκριμένου παλατιού ανοίγει τη συνταγή σούπας στο λαό. Ο λαός προσμένει τη μέρα με ευλάβεια, ανάμεσα τους και ο αρουραίος. Ο οποίος όμως, μόνο και μόνο που υπάρχει, σκορπάει τον τρόμο στη βασίλισσα η οποία πεθαίνει από ανακοπή. Ο βασιλιάς μαραζώνει, απαγορεύει τη σούπα και τους αρουραίους, κλειδώνει την κόρη του, μοιρολογάει τη γυναίκα του και σκορπάει βαθιά θλίψη στο παλάτι και το λαό του.


Και ένας ήρωας εμφανίζεται μόνο όταν ο κόσμος τον έχει ανάγκη. Αυτός ο ήρωας είναι ένας ποντικός. Ο Desperaux του τίτλου. Ένας ασυνήθιστος και τρισχαριτωμένος ποντικός, ασυνήθιστα τολμηρός για τη φύση του. Που έχει βάλει ως σκοπό ζωής, υπηρετώντας αξίες που εκλείπουν της καθημερινότητας, να επαναφέρει τον ήλιο στο σκοτισμένο βασίλειο. Θα πλησιάσει την μαραζωμένη -αλλά όχι απελπισμένη- κόρη του βασιλιά και θα μας μεταφέρει το σφυγμό του παλατιού, όπου εκτός των άλλων υπάρχει και μια "ασχημούλα" επαρχιωτοπούλα που επιθυμεί να γίνει πριγκίπισσα στη θέση της πριγκίπισσας. Κάπου εκεί παραμυθένιες βελόνες κεντάνε με κλασσική υφή τις ζωές των ηρώων. Μεταφερόμαστε σε διαφορετικά τερέν (παλάτι, ποντικούπολη, αρουραιούπολη, αγρούς) για να καταλήξουμε σε μια ηλιόλουστη μέρα.


Το "The Tale of Desperaux" ξετυλίγεται σαν "παραμύθι γιαγιάς". Ηθικολογεί. Μιλάει για την ελπίδα, την τόλμη και τη σημασία της αλληλοκατανόησης και του αλληλοσεβασμού στα πλαίσια όποιας κοινωνίας. Φανερώνει τις εσώτερες πληγές, πιθανόν αθεράπευτες, που ανοίγονται από την περιφρόνηση και από τη στέρηση. Τέλος, καλλιεργεί την ισότητα. Ωστόσο, με κάποια ευδιάκριτη αφέλεια (παιδικής ηλικίας), εμμέσως, συντηρεί τα ρατσιστικά πρότυπα τα οποία στοχεύει να καταρρίψει.


Μια πρόταση που υπόσχεται ένα ευχάριστο απόγευμα σε κάθε πιτσιρίκι και το συνοδό του. Μέχρι εκεί όμως!


Βαθμολογία: 4/10



Eden à l' Ouest (Παράδεισος στη Δύση)


Σκηνοθεσία: Costa-Gavras
Παραγωγής: France / Greece / Italy / 2009
Διάρκεια: 110'





Η κάμερα έχει μπαρκάρει σε ένα μπαλκόνι του κόσμου. Απέναντι της, καδραριζόμενο, ένα από τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα που σβήνει στον οριζόντων την Δύση. Σαν τότες που ήμασταν παιδιά. Ή σαν τώρα, που το τοπίο αποτελεί ακριβή τροφή κάποιας αναπόλησης του χαμένου ρομαντισμού μας. Και το ερώτημα γεννιόταν-γεννιέται ευθέως. "Πως να ήταν να είσαι εκεί τώρα;". Εκεί που η μέρα ποτίζει τους ορίζοντες κόκκινους, και μαγνητίζει τα βλέμματα από κάθε γωνιά του μικρού μας κόσμου. Πως θα ήταν να είσαι τώρα στη Δύση;


Και ενώ το ερώτημα πλανιέται στην ατμόσφαιρα, μια φρεγάτα στουμπωμένη με ανθρώπινες ψυχές παρεμβάλλεται μεταξύ των οριζόντων και της κάμερας. Ανθρώπινα πλάσματα που "διερωτούμενα" πασχίζουν τον δικό τους Γολγοθά προς τη Δύση του πολιτισμού μας. Και αν αυτή η εξαθλιωμένη ανθρωποπήχτρα σου προκαλεί κάποιον οίκτο, παρά το καυτερό Μεσογειακό φως, ο Γαβράς θα δώσει μια εμβρόντητη απάντηση. Με το αποστομωτικό γέλιο του πρωταγωνιστή Elias (Riccardo Scamarcio) εις βάρος ενός "αόρατου" συνταξιδιώτη, θα μας πείσει πως ο οίκτος, η λύπηση, η συμπόνοια κλπ δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μια επιφανειακής και υποσυνείδητης σύγκρισης. Ο Γαλλοθρεμένος Έλληνας σκηνοθέτης δεν ενδιαφέρεται όμως για την επιφάνεια. Για το λόγο αυτό θα απαλλαγεί αμέσως μιας αναμενόμενης κλαίουσας δήθεν ανθρωπιστικής ματιάς ή μιας πολιτικολογίας-ναφθαλίνη, και θα κοιτάξει τον μετανάστη μέσα απ' τα δικά του μεταναστευτικά μάτια. Με έναν απολαυστικό και ελαφρύ τρόπο (που ενέχει δάνεια απ' τους βωβούς κινηματογραφικούς πρόποδες του προηγούμενου αιώνα). Θα σκιτσογραφήσει τον άνθρωπο μετανάστη και το καθρέφτισμα του πάνω στις δικές μας(;) ανισορροπίες.


Υπό αυτές τις αρχές, θα παρακολουθήσουμε τον χαριτωμένο Riccardo Scamarcio στον πηγαιμό προς τη Δύση των ονείρων του, το Παρίσι. Τον Riccardo Scamarcio η προέλευση του οποίου μένει αινιγματική, στοχεύοντας στην αφηρημένη αποτύπωση του μετανάστη μέσα στον κόσμο μας. Από την φρεγάτα της προηγούμενης παραγράφου θα βρεθεί σε πολυτελή ελληνικό ξενοδοχείο, και από εκεί μέσω αλλεπάλληλων ταξιδιών και συναναστροφών θα φτάσει στον τελικό προορισμό του. Σε αυτόν τον μακρινό πηγαιμό του θα αποπλανήσει και θα αποπλανηθεί, θα οδηγήσει και θα οδηγηθεί, θα εκμεταλλευτεί και θα τον εκμεταλλευτούν. Όμως η μοίρα του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θέληση των άλλων. Αναγκασμένος να ανασαίνει σε έναν de facto κόσμο με τη ταμπέλα του κυνηγημένου.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η ποικιλοτροπία με την οποία τον αντιμετωπίζει ο "χαλασμένος" άνθρωπος της Δύσης, που μονίμως κάτι του λείπει (η σάτιρα καθρεφτίζει με λεπτό και ξεκαρδιστικό τρόπο τα "πολυτελή" βίτσια του πολιτισμού μας). Και μια ευδιόρατη αντίθεση γίνεται υπαρκτή. Ο Riccardo Scamarcio θα βοηθηθεί, θα εκδιωχθεί, θα κυνηγηθεί, θα υποθαλφτεί ανάλογα με τα βιώματα του εκάστοτε δέκτη. Όμως στον ανελαστικό και άκαμπτο συλλογικό-συνολικό κόσμο, δεν έχει άλλη επιλογή απ' το να βαδίζει τρομοκρατημένος και περιθωριοποιημένος.


Και αν ο Κώστας Γαβράς αποφεύγει συστηματικά να δώσει απαντήσεις, θα κάνει μια εξαίρεση. Τελικά η Δύση είναι ο Παράδεισος; Ναι, είναι η Εδέμ των ονείρων μας. Η αιώνια ανάγκη για ελπίδα. Όμως το ευρηματικό φινάλε στέκει αμείλικτο -και τίμιο- κατεδαφίζοντας πάσης φύσης ονειρώξεις. Όπως μια φαντασίωση διαλύεται υπό το φως της πραγματικότητας, έτσι και ο πλούσιος πολιτισμός της Δύσης, χειροπιαστός πλέον, καθρεφτίζεται ως η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση, ως η μεγαλύτερη αυταπάτη του καιρού μας. Ίσως σαν αυτή που θα βιώσεις αν αφεθείς στο μεθυστικό κάλεσμα των αιματοβαμμένων οριζόντων...


Βαθμολογία: 8/10



Saturday, February 21, 2009

Frost/Nixon


Σκηνοθεσία: Ron Howard
Παραγωγής: USA / UK / France / 2008
Διάρκεια: 122'




Ο Ron Howard σε κάτι που δε μας έχει συνηθίσει. Σε μια αμιγώς πολιτική ταινία πάνω στο debate των Frost και Nixon που διενεργήθη στα πλαίσια της υπαρκτής συνέντευξης του Πρόεδρου της Αμερικής πέρι στα 1970.

Ο Frost (Michael Sheen), ένας δημοφιλής talk showman, θα συνάψει συμφωνία συνέντευξης με τον ίσως πιο "αγαπητό" Πρόεδρο της Αμερικής. Τον Richard Nixon (Frank Langella), ο οποίος παρουσιάζεται (μόνο επιφανειακά) ως ένας ματαιόδοξος, φιλάργυρος και γυναικάς πολιτικός, που παρ' όλα αυτά με κάποιο παράξενο χαμελεοντικό τρόπο επιτυγχάνει να είναι συμπαθής. Εμείς θα παρακολουθήσουμε το χρονικό της συμφωνίας, της προετοιμασίας και της πραγματοποίησης της επικείμενης συνέντευξης. Με έμφαση στα δύο τελευταία στάδια. Ο Frost κατά τη μακροχρόνια προετοιμασία, με σκοπό να στριμώξει τον Πρόεδρο, έχει στο πλευρό του τον αγαπημένο του παραγωγό (Matthew Macfadyen), έναν πολιτικό αναλυτή (Oliver Platt) και έναν συγγραφέα και φανατικό αντίμαχο του Nixon (Sam Rockwell).


Ο Ron Howard θα αφηγηθεί με έναν ακαδημαϊκό μεν, αλλά εντυπωσιακό τρόπο. Οπτικά η ταινία είναι πολύ συμπαγής, κάτι που χρωστάει στις πυκνοσυρραμένες εικόνες. Όμως αντιθέτως, το σενάριο εμφανίζεται επιεικώς κάτω του αναμενόμενου. Αυτοπεριορισμένο σε μια δημοσιογραφική (με την κακή έννοια) κλιμάκωση της πλοκής, αμβλύνοντας το πολυπαθή ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα. Έιναι εμφανείς οι προθέσεις απομυθοποίησης ενος ούτως ή άλλως θεοποιημένου χώρου, αυτού της πολιτικής. Ωστόσο έχει μεγάλη διαφορά το να παρακολουθείς εξονυχιστικά (όπως ας πούμε στο "Il Divo") το σύστημα των εγκεφαλικά υποκινούμενων συμπεριφορών του πολιτικού χώρου, με το να αφηγείσαι με αφέλεια τύπους "πολιτικάντηδων". Το "πολιτικάντηδων" εννοούμενο με την Αριστοτελική ερμηνεία: "ο άνθρωπος είναι ον πολιτικό".


Έτσι, έχοντας χάσει το ενδιαφέρον για τη συνέντευξη, η οποία εξελίσσεται αποκλειστικά ως ένα παιχνίδι εντυπώσεων, θα ήθελα να σταθώ σε κάτι άλλο. Στον ήρωα Frost, ο οποίος στα μάτια μου δεν είναι παρά ο απόλυτος εκπρόσωπος της επιτυχίας του American way. Ο Frost είναι ένας ατάλαντος showman, ένας ελαφρύς και εξωστρεφής νέος, ο οποίος βαυκαλίζεται με φαίδρα όνειρα. Στο απόγειο μιας τέτοιας ονειρικής καύλας, να πάρει συνέντευξη από τον Nixon, διατίθεται να ρισκάρει τη ζωή και την περιουσία του. Όπως και πράττει. Απομονώνεται και ατομιστικά κάμπτει τις (εύλογες) αντιστάσεις των συνεργατών του. Ωστόσο, παρά την ύβρις του αριβισμού, στέφεται κατακτώντας βασιλικό αξίωμα στην κοινή γνώμη. Πλάι του ένα ακόμα τρόπαιο, μια πανέμορφη γυναίκα (καλά πως μεταμόρφωσαν έτσι την Rebecca Hall;), η οποία έρχεται να συμπληρώσει τη γυαλιστερή εικόνα του και να τον εξυψώσει στην κορυφή της Αμερικάνικης αίγλης. Και σε αυτά λοιπόν τα πλαίσια θέτω το εξής ερώτημα: Ποιος είναι ο αντιήρωας, ο Frost ή ο Nixon (με μέτρο τον τρόπο παρουσίασής τους στο film);


To Frost/Nixon, με τις μύτες στο γκρεμό, πατάει σε ποικίλες σεναριακές ανατροπές. Ωστόσο προσωπικά θα περίμενα κάτι παραπάνω από τον Ron Howard, ο οποίος κάπως άγαρμπα μοιάζει να περιπλανιέται στο δρόμο που χάραξε ο Orson Welles, προσπαθώντας να εξασφαλίσει μια μικρή αμνηστία στον ήρωα του, τον Nixon, δίνοντας του "Πολιτη Kane"-ικό βάθος. Στα αρνητικά προστίθεται και το εκνευριστικό voice over του finale. Όπου δια στόματος Sam Rockwell χαλάει μια από τις ελάχιστες μαγικές στιγμές της ταινίας. Συγκεκριμένα αναφέρομαι στο ερμηνευτικό ξέσπασμα του Frank Langella. Αυτό το σβησμένο, αποχρωματισμένο πρόσωπο, πού το προαναφερθέν voice over στερεί στο θεατή το "δημοκρατικό" δικαίωμα να το αποδομήσει αυτοβούλως.

Εν κατακλείδι για το Frost/Nixon: μια ακόμα ιστορία παρα/απο-πλάνησης του κινηματογραφικού κοινού.


Βαθμολογία: 4,5/10



Thursday, February 19, 2009

The Unborn


Σκηνοθεσία: David S. Goyer
Παραγωγής: USA / 2009
Διάρκεια: 87'



- ΠΕΡΙΕΧΕΙ SPOILERS!!! -

Άκου λοιπόν πως έχουν τα πράγματα: Απ' το ολοκαύτωμα στο Άουσβιτς αυτό που επιβίωσε είναι ένα Ντιμπούκ. Το Ντιμπούκ είναι δαιμόνιο πνεύμα, απέθαντο και αγέννητο μαζί, που για να λάβει φυσική υπόσταση στον κόσμο μας, επιζητεί να καταλάβει κάποιο ανθρώπινο σώμα. Οι δίδυμοι να είστε ιδιαίτερα προσεχτικοί, γιατί αποτελείτε ομάδες υψηλού κινδύνου!


Κάπως έτσι, η όμορφη και αθλητική πρωταγωνίστρια (Odette Yustman), παρολίγον δίδυμη καθώς ο αδερφός της ψόφησε στη γέννα, θα δεχθεί επανειλημμένως επιθέσεις από αυτή τη δαιμόνια και μεταφυσική ύπαρξη. Μόνο που το Ντιμπούκ δεν επισκέπτεται μόνο αυτή. Αντιθέτως, λειτουργώντας ως σχιζοφρενής πρώην γκόμενος, απειλεί την οικογένεια και όποιον φίλο της νεαρής πρωταγωνίστριας. Αυτοί που θα σταθούν πλάι στην Odette Yustman είναι: ο έτσι της (ένας ημιυπερήρωας), η νέγρη φίλη της, η "πιθανόν" γιαγιά της και ένας ραβίνος Δεσπότης ψυχο-θρησκειο-αναλυτής (ή κάτι τέτοιο).


Και κάπως έτσι το "The Unborn" ξετυλίγεται ως χιλιοπαιγμένη-κακοστημένη ταινία τρόμου. Με τα γνωστά ξαφνιάσματα, είτε οπτικά είτε ηχητικά. Έπειτα με τα επίσης γνωστά στριμώγματα στη γωνία. Και τέλος, οδηγούμενοι στην ανώτερη μυσταγωγία των ταινιών του είδους, τον Εξορκισμό. Τα κλισέ πέφτουν το ένα μετά το άλλο! Ενώ έχουμε και το σύνηθες ρατσιστικό σχόλιο, όπου οι μαύροι πεθαίνουν πρώτοι - ή έστω δεύτεροι!


Δεν ξέρω αν σας τρομάζει το ενδεχόμενο, εμένα προσωπικά ναι, αλλά έτσι όπως κλείνει η ταινία αφήνονται ξεκάθαροι υπαινιγμοί για σήκουελ!


Βαθμολογία: 1,5/10



Wednesday, February 18, 2009

Η Σκόνη του Χρόνου (The Dust of Time)


Σκηνοθεσία: Theodoros Angelopoulos
Παραγωγής: English / Russian / German / Greek / 2008
Διάρκεια: 125'





Τι λόγος μου πέφτει; Αφού (σχεδόν) σύσσωμη η επίσημη κινηματογραφική κριτική αποφάσισε να πετάξει στον Καιάδα αυτή την ταινία. Και εγώ ο έρμος -ανεξοικείωτος με το cinema του Theo- χρειάστηκα και συμπληρωματική προβολή, για να δηλώσω πως έχω κάτι (ασήμαντο) να γράψω. Χωρίς να χάνω λοιπόν χρόνο, σας εξιστορώ από κάτω την σινε-θεατική εμπειρία μου. (Ένα πολύ όμορφο κείμενο για τον τρόπο αντιμετώπισης αυτής (και όχι μόνο) της ταινίας, υπάρχει στο 25th Frame).


Τίποτα δεν τελειώνει. Όλα παρελθόν, παρόν και μέλλον θαμμένα κάτω από ομιχλώδες τοπίο περιμένουν ενα φύσημα του αέρα για να αποκαλυφθούν κάτω από τη σκόνη του χρόνου. Ένας σκηνοθέτης, ανώνυμος (Willem Dafoe), μέσα από ένα αυτοβιογραφικό film θα σχηματίσει το παζλ της ζωής του, το οποίο εμείς βιώνουμε εξ' ολοκλήρου στο τώρα. Θα ακολουθήσουμε κυρίως την περιπετειώδη ζωή των γονιών του (Michel Piccoli, Irène Jacob) και τον έρωτα τους, που βασανίστηκε από αντιξοότητες και πολιτικές εξορίες και που ευδοκίμησε μόνο πολύ αργότερα. Ενώ στο ενδιάμεσο, μια παράξενη ιστορία φιλίας και αγάπης δημιουργήθηκε μεταξύ της μητέρας του σκηνοθέτη (Irène Jacob) και ενός φίλου (Bruno Ganz), τους οποίους έδεσαν τα πολυπαθή χρόνια της κοινής τους εξορίας. Μια σχέση που όμως αναπνέει παντοτινά μέσα από τα θραύσματα του μονομερούς και ανεκπλήρωτου έρωτα. Σε αυτό το παζλ διάχυτο και το μέλλον, το οποίο φανερώνεται μέσα από την σχέση του σκηνοθέτη-πατέρα με την κόρη του. Μια κόρη που ασθμαίνει στους ισοπεδωτικούς και αβέβαιους καιρούς του σήμερα και του αύριο. Τίποτα δεν τελειώνει. Και ο Αγγελόπουλος με την διπλή του ιδιότητα (σεναριογράφος-σκηνοθέτης) θα εξιστορήσει ποιητικά (λογοτεχνικά και εικονοπλαστικά), άλλοτε λυρικά και άλλοτε με πομπώδες τρόπο, το αδιαίρετο του χρόνου.


Τα μονόπλανα στο σινεμά του Αγγελόπουλου, και εδώ, είναι πάντα σημείο αναφοράς. Ακόμα και αν αυτή η ταινία εξελίσσεται δύο ταχύτητες πιο πάνω. Άλλωστε το μοντάζ, που τόσο αποφεύγει, για αυτόν δεν είναι παρά η βάρβαρη καταπάτηση του κινηματογραφικού μέσου. Ο Έλληνας auteur εδώ θα προσπαθήσει κάτι πολύ τολμηρό, ίσως και πρωτοφανή. Θα προσπαθήσει, όπου είναι αυτό εφικτό, να απαλλαγεί από το μοντάζ. Και πως θα το πράξει αυτό; Με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό! Σε ορισμένες σκηνές (βλέπε ξενοδοχείο και μπαρ), στο ίδιο κάδρο, με τους ίδιους ηθοποιούς(ανεξαρτήτως εξωτερικής ηλικίας), θα αφηγηθεί ιστορίες που απέχουν μεταξύ τους ίσως και 30 χρονολογικά έτη, σύμφωνα με το επιβεβλημένο σύστημα μέτρησης του χρόνου. Ακόμα, δε λείπουν σκηνές (βλέπε αεροδρόμιο) που το μοντάζ δεν έχει παρά το ρόλο του "πορτιέρη" στην άναρχη χρονικά πλοήγηση μας. Γιατί ο χρόνος εδώ παρουσιάζεται ενιαίος και αδιαίρετος, απαλλαγμένος από τον Δυτικό τρόπο σκέψης. Και ο Αγγελόπουλος κυνηγάει κάτι που σε άλλες περιπτώσεις θα φαινόταν παντελώς ουτοπικό. Κυνηγάει να τεντώσει τη φόρμα του, ούτως ώστε να χωρέσει στο τώρα, ανεξαρτήτως της χρονικής στιγμής που διαδραματίζεται αυτό, το σήμερα, το αύριο και το χθες.


Για αυτό και "Η Σκόνη Του Χρόνου" δε δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα εξωτερικά γνωρίσματα του πανδαμάτωρ χρόνου. Το μακιγιάζ, για παράδειγμά, είναι υποτυπώδες. Ο Αγγελόπουλος δηλώνει σχετικά: "Επίσης, οι ηλικίες χάνονται κι αυτό είναι ένα από τα πιο τολμηρά πράγματα που κάνω." Και όντως είναι κάτι πολύ τολμηρό, εξίσου γοητευτικό, παρ' ότι ελοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί σύγχυση στο κοινό.


Και μέσα σε αυτόν το ενιαίο και αδιαίρετο χρόνο, κάτω από τη σκόνη του, παρουσιάζονται έρωτες, σχέσεις αγάπης, όνειρα που επισκιάζονται διαρκώς από την αίσθηση του ανεκπλήρωτου. "Το τρίτο φτερό είναι η μόνη ουτοπία", ακούγεται χαρακτηριστικά. Τονίζοντας την ανθρώπινη αδυναμία για εσωτερική ολοκλήρωση και πληρότητα. Όλα αυτά τοποθετούνται σε ένα εξηκονταετή ιστορικό πλαίσιο, από τον εμφύλιο πόλεμο (στον off χρόνο), στις έκπτωτες μέρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου και στους ισοπεδωτικούς σημερινούς καιρούς. Σε ένα επίσης αδιαίρετο ιστορικό πλαίσιο, απ' το οποίο μοιάζουν να ξεπηδούν διαρκώς τα ίδια προβλήματα με άλλο πρόσωπο. Ακούγεται επίσης χαρακτηριστικά, σε μια αριστουργηματική σκηνή, "Η ιστορία μας πέταξε στο περιθώριο". Έτσι, ο Έλληνας σκηνοθέτης, που βλέπει την Ιστορία σαν το καθρέφτισμα του καθενός μας στο σύνολο(και το αντίστροφο), δε χάνει την ευκαιρία να εκφράσει το παράπονο του για την παρουσία μας σε αυτή. Ή καλύτερα την απουσία μας. Τίποτα όμως δεν τελειώνει. Και εμείς θα παρακολουθήσουμε το βρεγμένο χέρι, όπου πρωτίστως κύλησε ολόκληρο το ποτάμι της ζωής (σε μια λυρικότατη σκηνή), σε παιδική του πλέον μορφή, να σφιχτοδένεται με το παρελθόν για να κινήσει να επαναλάβει μια ιστορία που κρατάει αιώνες...


Και αν κάτι μοιάζει να μένει άθιχτο στο χρόνο, αυτό είναι τα έργα της μεγαλοφυΐας και της Τέχνης. Ο Αγγελόπουλος που φαίνεται να βάζει και ένα προσωπικό στοίχημα, μας φανερώνει εν έτει 1999 τη συμφωνία του Μπετόβεν. Άθιχτη παρά τα παχιά στρώματα σκόνης που πέρασαν από πάνω της. Όπως επίσης άθιχτο μας παρουσιάζει, ένα κυριολεκτικά καλυμμένο από σκόνη αρμόνιο, που σαν οίνος πορφυρός γίνεται αισθαντικότερο, καθώς περνούν από πάνω του οι αιώνες...


Και θα μιλούσαμε για ένα τεράστιο αριστούργημα, αν επιτυγχανόταν μια καλύτερη χημεία μεταξύ σκηνοθετικού team και ερμηνευτών. Και το λέω αυτό, γιατί ενώ παρακολουθούμε έναν εκπληκτικό Bruno Ganz και μια συγκλονιστική Irene Jacob, τόσο ο Willem Dafoe και ο Michel Piccoli παρουσιάζονται εκτός των νερών τους. Ενώ τέλος, εμφανής είναι και η αδυναμία του σκηνοθέτη να αναπαραστήσει το σήμερα στα ελάχιστα πλάνα που του αφιερώνει. Να μην παραλείψουμε, πώς τις ποιητικές εικόνες ντύνει η καθηλωτική μουσική της Ελένης Καραΐνδρου.


Βαθμολογία: 8/10






Monday, February 16, 2009

Body Heat (1981, Έξαψη)




--------------------------------------------------------------------------




Lawrence Kasdan, 1981, 113'



Femme fatale η Kathleen Turner, κατά τη διάρκεια καύσωνα στη Florida μάλιστα. Δεν ήξερε ο William Hurt, δεν ρώταγε τουλάχιστον τον Walter Neff που την είχε πάθει στο αριστουργηματικό "Double Indemnity" χρόνια πριν; Στην ταινία αυτή (δεν είναι ακριβώς remake αλλά έχουν αρκετά κοινά στοιχεία, σαν τα "homages" του Tarantino ένα πράμα) πατάει ο Lawrence Kasdan ώστε να δημιουργήσει, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ένα από τα καλύτερα και πιο καυτά φωτιά-λάβα τι πάθαμε χειμωνιάτικα neo-noirs.




Πάθος-λαγνεία, απληστία οι σημαντικότεροι άξονες της ταινίας, που σχετίζεται -μην πω και πολλά- με την προσπάθεια του ζευγαριού να κληρονομήσει η Turner (σύζυγος πλουσίου) την περιουσία του συζύγου πιο γρήγορα από... "φυσικά αίτια", ώστε να ζήσει με τον εραστή της -Hurt (δικηγοράκος της γειτονιάς)- σε τόπους ονειρεμένους. Όπως είναι φυσικό, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το ζευγάρι, με μια πιο-αξιόλογη-απ' οτι-προϊδεάζουν-τα 5-10 λεπτά-χρόνου-στην-οθόνη εμφάνιση από τον Ted Ranson, καθώς και ένα ρολάκι για τον Mickey Rourke, που ήταν έτσι όχι πριν 40 χρόνια αλλά πιο πρόσφατα. Μια μικρή κοιλιά υπάρχει μεταξύ του αρχικού πάθους και του σασπένς που ακολουθεί αλλά η ταινία επανέρχεται γρήγορα.




Ιδιαίτερης αναφοράς αξίζει και το αισθησιακό jazzy soundtrack από τον John Barry, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας.






"The Wrestler":

Friday, February 13, 2009

Inglourious Basterds trailer

12

Σκηνοθεσία: Nikita Mikhalkov
Παραγωγής: Russia / 2007
Διάρκεια: 159'




Ο Nikita Mikhalkov επιστρέφει μετά από 9 χρόνια σκηνοθετικής απουσίας, με ένα καλογυρισμένο δικαστικό δράμα. Αρτίως δραματικοποιημένο, κινούμενο στις άτυπες διαστάσεις ενός αριστουργηματικού "λαϊκού" δράματος.

Στον of χρόνο της ταινίας, ένα παιδί έχει καταδικαστεί, μάλλον αδίκως, για τη δολοφονία του πατέρα του. Ο τελευταίος λόγος, όπως προκύπτει από το δικαστικό σύστημα της Ρωσίας, είναι στα χέρια των δώδεκα ένορκων που προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Προς έκπληξη μας, η "συνεδρίαση" τους γίνεται σε μια παρατημένη σχολική γυμναστική αίθουσα. Όμως η δικαιοσύνη, στην εννοιολογική της μορφή, είναι απλά μια απόφαση; Ή προϋποθέτει μια ουσιαστικότερη ενασχόληση των αρμόδιων οργάνων αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα; Ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης, μέσα από ένα διαλεκτικό βομβαρδισμό, αλλά και την αλήθεια της σιωπής, θα προσπαθήσει την σχεδόν φιλοσοφική αποδόμηση των παραπάνω ερωτημάτων!


Εξ' αρχής καυτηριάζεται η δόλια απροθυμία της δικαιοσύνης να διερευνήσει διεξοδικά την αλήθεια. Αφού σταδιακά αποκαλύπτεται ότι οι δικαστικές διαδικασίες που αποφάνθηκαν την ενοχή του παιδιού είναι ευτελείς, αλλά δυστυχώς, και τόσο κοντά στην πραγματικότητα. Ο Nikita Mikhalkov σε ένα απροσδόκητο τέχνασμα θα τοποθετήσει τους δώδεκα ένορκους σε μια αίθουσα γυμναστικής. Οι σκοποί αυτής της επιλογής είναι δεδομένοι και εξυπηρετούν τα όσα θα επακολουθήσουν. Οι δώδεκα ένορκοι δείχνουν να επαναπαύονται στην απόφαση του δικαστηρίου. Επιθυμούν την άμεση απαλλαγή από το "χρέος" τους και τη γρήγορη επιστροφή στην ανούσια και ταχύρρυθμη καθημερινότητα τους. Η αίθουσα μοιάζει νεκρή, ταυτόσημη της πνευματικής τους οκνηρίας. Όταν όμως ένας εκ των ενόρκων θα διαφωνήσει με την ομάδα, ο Λόγος δείχνει να ξυπνάει από την αιώνια λήθη του. Ο σπόρος, το ερέθισμα έχει μπει. Οι ένορκοι αναζητούν πλέον πιο δραστήρια την αλήθεια. Η αίθουσα από νεκρώσιμη πομπή αποκτάει ζωή. Δυνατές λογομαχίες και έντονα αναπαραστατικά παίγνια ανασύρουν μια ζωηράδα. Και το ρητό "Νους υγιής εν σώματι υγιεί" αποτελεί κεντρικό άξονα και δήλωση της ταινίας.


Το "12" χτίζεται και αναπτύσσεται στα θεμέλια της Ρώσικης καλλιτεχνικής παράδοσης, δανειζόμενο από αυτή πολυάριθμα στοιχεία. Και είναι τεράστια επιτυχία του Nikita Mikhalkov, πως ενώ ακροβατεί μεταξύ της Ρώσικης φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, θεατρολογίας και θρησκείας, δεν αναιρείται η κινηματογραφικότητα του έργου του.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ένα έργο ενταγμένο στο φιλοσοφικό ρεύμα του διαλεκτικού υλισμού. Σύμφωνα με τον οποίον "αν δύο άτομα συνδιαλέγονται μεταξύ τους σχετικά με ένα συγκεκριμένο θέμα μέχρι τον φυσικό τερματισμό της κουβέντας τους, τότε ή ο ένας θα έχει καταφέρει να πείσει τον άλλο, ή θα οδηγηθούν από κοινού σε μια τρίτη εκδοχή". Εδώ, ο διάλογος των δώδεκα στοχεύει στην απάντηση του εξής διλήμματος: αθώος ή ένοχος; Και η αναγκαία απαίτηση για ομόφωνη απάντηση των συμμετεχόντων, μέσα από την κλιμακούμενη εξέλιξη του διαλόγου, σηματοδοτεί την εφαρμογή του διαλεκτικού υλισμού πάνω στον Λόγο.

Ωστόσο, το δικαστικό αυτό δράμα πατάει εξίσου καλά στη Ρωσική λογοτεχνική παράδοση. Τα επιχειρήματα των ενόρκων δεν αντλούνται από μια κοινώς αποδεκτή λογική. Αλλά είναι
η παράθεση προσωπικών βιωμάτων, που με μια αλληγορική-ηθικολογική χροιά, φιλοδοξούν να φωτίσουν τις σκοτεινές πτυχές της υπό μελέτη δολοφονίας. Έτσι, η εξέλιξη του διαλόγου επιτρέπει την άμεση συμμετοχή και επέμβαση του κοινού, δια μέσω της συναισθηματικής κατάστασης του. Τα προσωπικά βιώματα των ηρώων εμπεριέχονται σε μικρές και περίτεχνες ιστορίες που θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν βγαλμένες από κάποιο ανθολόγιο διηγημάτων ενός εκ των πατέρων της Ρώσικης λογοτεχνίας, όπως για παράδειγμα του Τολστόι ή του Ντοστογιέφσκι.


Η θεατρικότητα του έργου είναι επίσης διάχυτη. Καθώς σχεδόν το σύνολο των γυρισμάτων διαδραματίζεται εντός μίας και μοναδικής αίθουσας. Μια αίθουσα στην οποία η πλοκή εξελίσσεται χάρις την κλιμάκωση του διάλογου, αλλά και τη λειτουργική χρήση των "θεατρικών" σκηνικών για την υλοποίηση ορισμένων αναπαραστατικών παιγνίων. Τα αντικείμενα αξιοποιούνται με ενα λειτουργικό τρόπο, που μας παραπέμπει ευθέως στη σκηνογραφία του Dogville. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν κάλλιστα να οδηγήσουν κάποιον σε ένα εσφαλμένο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια θεατρική ταινία. Όμως το αριστουργηματικά κινηματογραφικό ντεκουπάζ δίνει άμεση απάντηση σε όποια επίκριση βασίζεται στην παραπάνω προσέγγιση.

Ενώ και το θρησκευτικό κομμάτι της ταινίας είναι έκδηλο, μέσω ενός πλήθους ανάλογων συμβολισμών. Το νούμερο 12, που περιγράφει την ποσότητα των ενόρκων, μόνο τυχαίο δε φαίνεται. Αποτελεί μια ευθεία παραπομπή στους 12 αποστόλους. Επίσης, καθώς σταδιακά οδηγούμαστε στο "ηθικά καλό", θα μπορούσαμε κάλλιστα να αποδώσουμε στις βιωματικές ιστορίες των ηρώων, αλλά και στο έργο ως ολότητα, έναν χαρακτηρισμό χριστιανικής παραβολής ή και αλληγορίας.


Ωστόσο καθώς οδηγούμαστε προς την έξοδο, ο Nikita Mikhalkov θα επαναφέρει το αρχικό ερώτημα: "Περιορίζεται η δικαιοσύνη απλά στην επιλογή μιας απόφασης;" Την απάντηση έρχεται να δώσει ο μονίμως σιωπηλός αρχιδικαστής (μια σιωπή που αναιρεί ολοφάνερα την προγενέστερη φλυαρία των λοιπών ενόρκων). Αυτός δείχνει να αδιαφορεί για την απόφαση ως πρόταση. Απλά αναζητεί την έμπρακτη εφαρμογή της δικαιοσύνης, εφαρμογή που μπορεί να υλοποιηθεί ανεξαρτήτως του χρώματος της απόφασης. Κόντρα στο σύνολο (κοινωνία) που βαυκαλίζεται σε φλύαρες κρίσεις, που παρά της ενδεχόμενης ορθότητας τους, στερούνται της ανάλογης υπόστασης. Καταδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο, την αδυναμία-ανημπορία της σύγχρονης κοινωνίας να αντιμετωπίσει ουσιαστικά το ζήτημα της δικαιοσύνης. Και έτσι επανακαυτηριάζεται το αρχικό ερώτημα, με τους ίδιους τους ενόρκους να παραιτούνται διαδοχικά από την ουσία του ρόλου τους.


Τέλος, η ταινία κλείνει με μια υπερβολικά λυρική και ηθικόλογη εικόνα. Υπενθυμίζοντας μας πως η δικαιοσύνη στην ιδανική της μορφή οφείλει να είναι απαλλαγμένη από τις αποφάσεις άλλων, επιτρέποντας στον καθένα την ολική ελευθερία της βούλησης του. Ο Nikita Mikhalkov λοιπόν στην επιστροφή του κάνει με το "12" μια αξιοπρόσεκτη δουλειά. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, κάπως αδόκιμα, ως ένα στολίδι του "λαϊκού" κινηματογράφου. Ωστόσο, πίσω από αυτό το επίθετο (λαϊκός) θα μπορούσαμε εύκολα να του προσάψουμε κάποιες ατέλειες. Όπως το "χτίσιμο" των ηρώων ή και την ηθελημένη ρότα που ακολουθεί η δραματουργία.


Βαθμολογία: 8/10




The Wrestler


Σκηνοθεσία: Darren Aronofsky
Παραγωγής: USA / France / 2008
Διάρκεια: 115'





Έλυσε μαθηματικές εξισώσεις. Σόκαρε το κοινό με ένα requiem για την χάξη του ονείρου. Εποίησε τα μονοπάτια της Αθανασίας, φωτίζοντας το θαύμα της ζωής! Και τώρα είναι εδώ για να παλέψει. Ή μάλλον για να μεταφέρει το σφυγμό μιας ανούσιας πάλης στον ξεπεσμένο τρόπο ζωής μας, στον ευρύτερο παρηκαμσμό. Το όνομα αυτού; Darren Aronofsky.

Ένας κορυφαίος Παλαιστής των '80s (Mickey Rourke), εν έτει 2009, συνεχίζει το μόνο πράγμα που ξέρει. Να παλεύει. Παρέα με την εξόφθαλμη σωματική φθορά και την πεισματική εμμονή του. Η προσωπική ζωή κατακρεουργημένη. Το βάρος της μοναξιάς αβάσταχτο. Εκεί, η αποτυχημένη σχέση με την κόρη του και η ιδιόρρυθμη έλξη με μια ξεπερασμένη stripper (Marisa Tomei) τον ωθούν στον παρωχημένο κόσμο της επιφανειακής δόξας. Στο ρινγκ, σε στημένα παιχνίδια, ανασαίνει ελεύθερα όντας ένας ψυχαγωγός του wrestling για την ακόρεστη καταναλωτική μανία των fun. Μόνο που ο συνολικός κόσμος δε διαφέρει πολύ από αυτή την παρωδία. Ο κόσμος που στραγγαλίζει τον άνθρωπο χρησιμοποιώντας αρτίως την ατομική ψευδαίσθηση. Και εσύ πως να επιβιώσεις μόνος, όταν κανείς δε σε νοιάζεται;


Άραγε αγαπητέ θεατή, εσύ πόσο απέχεις από τον Παλαιστή του τίτλου; Η απ' το alter ego της ιερόδουλης συμπρωταγωνίστριας; Μια παλαίστρα, τέχνασμα αριστουργηματικό, για την καθημερινή βιοπάλη στο στίβο της ζωής. Και την άλλη, την οδυνηρή πάλη που διαπράττεται εντός της εσωτερικής αβύσσου.

Ο Darren Aronofsky, μέσα από την φθορά ενός σώματος παρακολουθεί της γενικότερη παρακμή. Την παρακμή του πνεύματος -όχι ενός ανθρώπου- αλλά της ανθρωπότητας. Η παλαίστρα της ακόρεστης αιματοχυσίας και της ανελέητης πάλης, ως παραγόμενο των στρεβλωμένων καταναλωτικών επιθυμιών και των business ορισμένων επιτήδειων κερδολάγνων. Το ξεπούλημα της ψυχής και της αξιοπρέπειας για λίγα ψίχουλα αναπνοής. Για την ικανοποίηση μιας μαζικώς αυνανιζόμενης κοινωνίας. Σε κάθε χώρο. Πόσο απέχουν μεταξύ τους οι "οπαδοί" του ρινγκ, οι ηδονοβλεψίες του στριπτιτζάδικου και η φιλήσυχη πελατεία ενός supermarket; Ο σκηνοθέτης φροντίζει, με πονηριά, να τους αναμείξει μεταξύ τους. Πόσο διαφέρει ένας ιδιωτικός μικρουπάλληλος με έναν wrestling star; Και οι δύο, ξεπουλώντας ότι εσωτερικό έχει μείνει, αναπνέουν λαθραίως στην καρδιά του ΕΝΟΣ και στημένου κόσμου.


Στην αντίπερα όχθη, ο σημαντικός auteur των καιρών μας θα υποδείξει για άλλη μια φορά, έναν διαφορετικό δρόμο σωτηρίας. Κονταροχτυπώντας την κενότητα της εικόνας με την "ουσία" του είναι. "Με βλέπεις σαν στριπτιτζού, αλλά εγώ είμαι μητέρα" λέει η Marisa Tomei στον Mickey Rourke, πετώντας ευθέως το λόγο στον θεατή. Στο μέσο άνθρωπο που έχει γαλουχηθεί να βιώνει τον κόσμο μέσα από φαντασιώσεις και κατασκευασμένες εικόνες. Το «αγαπάτε αλλήλους ως εαυτόν» έχει αθετηθεί προ πολλού. Πως μπορείς να αγαπάς μια εικόνα, όταν καν δε διακρίνεις τον άνθρωπο πίσω από αυτή; Όμως σε αυτή την αγάπη, στα τραχιά μονοπάτια των λίγων και σημαντικών σταθμών της ζωής σου, ίσως να ρέει το καθαρτήριο νερό...

Η φθορά του χρόνου είναι διάχυτη στο σύμπαν του "Wrestler". Ο χρόνος που μας ξερνάει επαναλαμβανομένως και καθημερινά. Οι μώλωπες στο κατασχισμένο σώμα του Rourke δεν είναι παρά τα ίχνη από τα αθεράπευτα τραύματα της ψυχής. Και η εμμονή στο Wrestling πεισματική και αδιάκοπη. Η αυταπάτη της επιδιόρθωσης διαρκής. Με μια εγχείρηση, με "μαγικά" σκευάσματα, με συρραφές στον παρθενικό υμένα, που σπάζεται επανειλημμένως από τα βίαια χτυπήματα στο φτιαχτό τσίρκο της καθημερινότητας. Μέχρι τον οριστικό αφανισμό. Μέχρι η ζωή να αποβάλλει τελεσίδικα το έμβρυο στην κοιλάδα του θανάτου. Πρωτίστως ψυχικά και έπειτα σωματικά.


Ο Mickey Rourke παραδίδει μια ερμηνεία ζωής. Μια ερμηνεία για την οποία κάποιος θα μπορούσε να εμπνευστεί ολόκληρο κείμενο. Όμως αγαπητέ αναγνώστη, θα βρεις ευστοχότατες διθυραμβολογίες σε οποιαδήποτε κριτική, για αυτό δε νομίζω πως υπάρχει λόγος να αναφέρω κάτι προσθετικά. Θα ήθελα να σταθώ στη σκηνοθεσία του Darren Aronofsky. Πιο συγκροτημένη από ποτέ. Ίσως όμως και πιο διεκπεραιωτική από ποτέ. Με την έννοια πως ότι βλέπουμε στον Παλαιστή, είναι παιγμένο σε μεγάλο βαθμό στην Αμερικάνικη (και όχι μόνο) φιλμογραφία. Ένα ωραίο σκηνοθετικό τέχνασμα, είναι η θέση της κάμερας που ακολουθεί από πίσω των ήρωα. Καδράροντας ουσιαστικά την πλάτη του και τονίζοντας την αδυναμία του σύγχρονού ανθρώπου να σταθεί αυτοπροσώπως απέναντι στις μέρες του καιρού μας. Τέλος, είναι εμφανή τα δάνεια από b-movies στο σύμπαν της ταινίας.


Έχω διαβάσει διάφορες οπτικές στις κριτικές στον κυβερνοχώρο. Με αφορμή τη συγκεκριμένη ταινία, θα ήθελα να σταθώ σε μια συνήθη αλλά κατά τη γνώμη μου λανθασμένη τακτική στην ανάγνωση μιας ταινίας. Διάβασα αρκετές φορές πως το "The Wrestler" είναι μια ανούσια ταινία επειδή χρησιμοποιεί πιασάρικα θέματα στη φόρμα της, όπως στριπτήζ, ξύλο κλπ που δεν αρμόζουν σε μια σοβαρή ταινία, ή που μειώνουν το περιεχόμενο της. Εγώ θεωρώ ότι η φόρμα μιας ταινίας συνήθως δεν είναι παρά η δραματουργική οδός της αφήγησης. Οπότε νομίζω πως είναι εσφαλμένο να κρίνουμε το περιεχόμενο μιας ταινίας από τη φόρμα της. Κάτι τέτοιο άλλωστε, ως ένα βαθμό καταδεικνύει τον φορμαλισμό του εκάστοτε γραφιά. Καθώς υποδηλώνει πως αυτός δέχεται μόνο έναν (ή ορισμένους) συγκεκριμένο τρόπο στη διάπλαση ενός film. Εννοείται πως κατανοώ κάποιος να έχει αισθητικές αντιρρήσεις στο χτίσιμο του "The Wrestler", τις οποίες ως ένα βαθμό μπορεί να συμμερίζομαι, αλλά δε νομίζω πως η φόρμα καταδικάζει τον "ρεαλισμό". Θα δώσω άλλο ένα παράδειγμα στην προσπάθεια μου να γίνω πιο σαφής. Κάτι ανάλογο έχω ακούσει και για το "Η Ψυχή στο Στόμα". Θεωρώ σεβαστό κάποιος να έχει αισθητικές αντιρρήσεις ως προς την ανάπτυξη μιας ταινίας. Και από μόνες τους μπορούν να αποτελούν σοβαρό πρόβλημα. Όμως δεν πρέπει να συγχέονται με το περιεχόμενο μιας ταινίας.


Βαθμολογία: 8/10



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...