

Σενάριο: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Λάρι Ντέιβιντ, Ίβαν Ρέιτσελ Γουντ, Πατρίτσια Κλάρκσον,
Η.Π.Α. | 2009 | Κωμωδία | 92’

Δεν είναι τουλάχιστον διασκεδαστικό και άξιον απορίας, όταν μια ταινία αποκαλύπτει εξ αρχής τί επιφυλάσσουν οι επόμενες ώρες; Από τη μία δημιουργεί ενθουσιασμό και πυροδοτεί το ενδιαφέρον, από την άλλη ανεβάζει τόσο τις προσδοκίες που είναι σχεδόν απίθανο να ανταπεξέλθει σε αυτές. Όπως ακριβώς γίνεται και στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο Μπορις (Λάρι Ντέιβιντ) που παίζει τον ίδιο τον Γούντι Άλεν στην πραγματικότητα, κοιτώντας προς το μέρος σου, θα σου αποκαλύψει από τον πρώτο του κιόλας μονόλογο «this is not the feel-good movie of the year». Λέει την αλήθεια;

Ο Μπόρις είναι ένας ιδιοφυής, δύστροπος και φύσει απαισιόδοξος αποσυρθείς πυρηνικός φυσικός, στο άνθος των γηρατειών του, άρτοι χωρισμένος από την πλούσια, όμορφη και καλλιεργημένη πρώην γυναίκα του. Στον ελεύθερό του χρόνο εκσφενδονίζει σκακιέρες στους άμοιρους μαθητές του (παραδίδει μαθήματα σε τέκνα ανυποψίαστων Νεοϋορκέζων) και δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίζει (ή μάλλον να υποστηρίζει) σε συνομιλητές και κοινό ότι κάποτε είχε προταθεί ως υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.
Οι ισορροπίες στη ζωή του θα αλλάξουν όταν θα μπει ξαφνικά στη ζωή του η τόσο νεαρά και πειστικά αφελής, όσο και όμορφη Μέλοντι (Ίβαν Ρέιτσελ Γουντ) που θα γίνει σύζυγος, νοσοκόμα και το σημαντικότερο, το καταλληλότερο κοινό για τα διδακτικά παραληρήματα του «ανώτερου» Μπόρις. Την εκ νότου καλλονή όμως, θα αναζητήσουν στη μεγαλούπολη σε δικό τους χρόνο, οι γονείς της (η υπέροχη Πατρίτσια Κλάρκσον και ο σχεδόν αδιάφορος Εντ Μπίγκλεϊ Τζ.), οι οποίοι όμως θα βρουν πολλά περισσότερα από την απούσα κορασίδα τους.

Ο τρεις φορές βραβευμένος με Όσκαρ, εβδομηνταπεντάχρονος σχεδόν Γούντι Άλεν, επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη και την αγαπημένη του Νέα Υόρκη με μια διασκεδαστική κωμωδία, εν μέρει αστεία, γεμάτη ηθική νουθεσία και αποφθεγματικές παραινέσεις, με όχημα τον εσωστρεφή και ακοινώνητο ήρωά του, κάπως σαν μυθολογία, κάπως σαν παραβολή, που θα αφήσει ευχαριστημένους τους απανταχού θαυμαστές του ιδιαίτερου (και επιτρέψτε μου να πω θαυμάσιου) στυλ γραφής του, καθώς θυμίζει πολύ περισσότερο Άλεν από το παρελθόν, σε σύγκριση με τις τελευταίες του ταινίες.

Το κακό με την ταινία είναι πως η διδακτική διάθεση δεν σταματά ποτέ και νομίζεις ότι είσαι (σε σούπερ προχωρημένο, απελευθερωμένο και προοδευτικό κατηχητικό). Το άλλο κακό με την ταινία είναι ότι τελικά δεν φτάνει ποτέ τις προσδοκίες που δημιουργεί από την αρχή.
Το καλό, είναι ότι ξέρει σε ποιον απευθύνεται και όλα τα παραπάνω τα κάνει με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μην νομίζεις ούτε για μια στιγμή ότι σε θεωρεί ηλίθιο, όπως όλο τον κόσμο μέσα στην ταινία, εκτός φυσικά του Μπόρις-λέγε με Άλεν-Γιελνίκοφ. Στην πραγματικότητα σε ‘σένα, ο Μπόρις μιλάει ως ίσος προς ίσο. Σε ‘σένα λέει την ιστορία του και σε θεωρεί σύμμαχό του μέσα σε αυτό το χάος της ανθρώπινης βλακείας που τον περικυκλώνει.

Το «Κι αν σου Κάτσει;» (ένας ατυχής τίτλος που παραπέμπει σε τυχερό παιχνίδι), δεν έχει κρυμμένα νοήματα και περιπλανήσεις σε μισοφωτισμένους ψυχικούς κόσμους χαρακτήρων. Είναι αυτό που λέει ο τίτλος, είναι αυτό που λέει από την πρώτη κιόλας σκηνή. Μια κωμωδία ενός δημιουργού που άποψή του είναι (και συμβουλεύει ακατάπαυστα), ότι κάποιος πρέπει να παίρνει κάθε μικρή ευχαρίστηση που μπορεί, με κάθε τρόπο, μέσα σε αυτό το σκληρό, ανταγωνιστικό, μάταιο χάος.
Είναι η ιστορία του «Ό,τι λειτουργεί – εφόσον δεν βλάπτεται κανείς». Με λίγα λόγια αν έχεις περάσει τα δεκατρία μικρή Αννούλα, μην περιμένεις τον ιππότη με το άσπρο άλογο, κι εσύ μικρέ Πετράκη μην περιμένεις να γνωρίσεις μια αμαζόνα που να ξέρει να μαγειρεύει όπως η μαμά σου και εστιάστε σε πιο πρακτικά πράγματα, όπως η συμβατότητα.
Βαθμολογία: 3,5 / 5