Sunday, March 30, 2008

Funny Games U.S.


Σκηνοθεσία: Michael Haneke
Παραγωγής: UK / USA / France / Austria / 2007
Διάρκεια: 107'






Αστεία παιχνίδια; Ή παιχνίδια που διαστέλλουν τα όρια της πιο εφιαλτικής φαντασίωσης μας; Ο Haneke 10 χρόνια μετά επιστρέφει κάνοντας την ίδια ταινία, πανομοιότυπη σεναριακά-ιδεολογικά-χωροταξικά-κινηματογραφικά-οντολογικά, δηλαδή ένα ακριβές ομοίωμα με τα Funny Games του 1997 με μοναδικό πρόσχημα την σύσταση της ταινίας στο Αμερικάνικο κοινό. Για αυτή την πολιτική θα αναφερθώ εκτενέστερα στο δεύτερο μέρος του κειμένου μου. Για αρχή θα πω κάποια πράγματα, που μάλλον αχρείαστα είναι για όσους έχουν δει την προ ετών ταινία.

Το Funny Games ως γνωστόν είναι μια ταινία για την βία. Κάθε μορφή βίας (σωματική, ψυχολογική, κοινωνική, εγκεφαλική) και την θέση του ατόμου απέναντι σε αυτή. Όχι απαραίτητα του ατόμου που την υφίσταται, αλλά και του καθένα που αποτελεί με την ύπαρξη του μέρος του κοινωνικού συνόλου. Αυτού του καθένα που δυνητικά μπορεί να υποστεί άμεσα την βία που ούτως ή άλλως την αποδέχεται εμμέσως. Μα κυριότερα αυτού του καθένα που πολύ παρταλιστικά αντιμετωπίζει την ζωή του και με την αδιαφορία του βάζει τα θεμέλια και επικυρώνει τις προϋποθέσεις για να ασκούνται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον πολλές και άλογες δυνάμεις βίας. Το Funny Games επίσης με αυτό το αναπόφευκτο της βίας (το οποίο εμβρόντητα δηλώνει) και με το «λευκό-χειρουργικό» της μορφής της υποδηλώνει πως η βία περισσότερο απ' όλα βρίσκεται στα χέρια των δυνατών, των εξυψωμένων στο κοινωνικό βάραθρο, ακόμα και στο κράτος.

Για να τα πετύχει όλα αυτά η ταινία επιστρατεύει μια αντιπροσωπευτική οικογένεια(πατέρας-μητέρα-γιος) η οποία τελείως απροσδόκητα βρίσκεται υπό των ζυγό δυο συμβολικά ασπροφορεμένων φιγούρων οι οποίες επιδίδονται σε εφιαλτικά παιχνίδια βίας. Βία όχι μόνο ως προς την σοκαριστική σωματική της μορφή αλλά κυρίως προς την ψυχολογική της. Οι φιγούρες αυτές στο εσωτερικό τους δεν δείχνουν να διέπονται από καμία λογική ανθρώπινη δομή. Δεν είναι άνθρωποι. Είναι κάτι ανώτερο, κάτι άυλο, είναι ιδέα. Που παρά την παραπλανητική τους λευκή αμφίεση είναι έτοιμοι να σκορπίσουν το μαύρο, τον φόβο, τον πόνο και τον εφιάλτη στα τυχαία επιλεγμένα θύματα τους. Κάτι που ξέρει να κάνει τέλεια ο Haneke με αυτή την μινιμαλιστική ατμόσφαιρα που επιβάλλει η αριστοτεχνική κινηματογράφηση του.

Αλλά ας μιλήσουμε λίγο αναλυτικότερα και κριτικά για αυτή την κινηματογράφηση. Τα κύρια σημεία με τα οποία ξεδιπλώνεται η ιστορία. Ο Haneke και σε αυτή την ταινία παραχωρεί εξέχοντα ρόλο στο σημείο εκτός κάδρου. Ένα σημείο απομακρυσμένο από την σεναριακή δράση που υποδηλώνει κυρίως την θέση του καθημερινού ανθρώπου. Η βία εξελίσσεται τόσο κοντά του αλλά αυτός δεν δύναται να δράσει για να την σταματήσει.. Μια τέλεια παρομοίωση για την κλειστοκοσμική αλήθεια του καθένα. Επίσης αυτή η τεχνική μινιμαλιστικότητας που έχουμε συνηθίσει, είναι αυτή που δίνει τις πιο αγωνιώδεις νότες του θρίλερ. Η βία υπάρχει, αλλά είναι αδιόρατη από την κάμερα όσο από τον καθημερινό άνθρωπο. Ο οποίος δυστυχώς είναι καταδικασμένος να βλέπει τηλεοπληκτικά τα αποτελέσματα της, όπως δηλώνει και η σκηνή του μόνου αιματηρού θανάτου. Δεύτερον, τα κοντινά πλάνα είναι αυτά που επιτρέπουν την εξάπλωση μιας μεγάλης γκάμας συναισθημάτων όσο εναλλάσσονται τα πρόσωπα. Από την αρρωστημένη ψυχραιμία των θυτών ως τον ανεξέλεγκτο τρόμο, την καρτερική προσμονή, την μάταιη ελπίδα των θυμάτων. Αυτή η ψυχολογική έκφραση που κυρίαρχο ρόλο επωμίζεται στην ταινία, είναι νομίζω και το σημείο που δίνει μεγάλο βάθος στα δρώμενα. Γιατί οι ρόλοι είναι κάτι περισσότερο από τα πιόνια μιας σκακιέρας που αποσκοπεί σε κάτι συγκεκριμένο. Στην ταινία ο θεατής θα βρει και ένα πλήθος στοιχείων, αλληγορικών και καλά κρυμμένων, που υπαινίσσονται τις κύριες πηγές αυτής της νοσηρής αναπόφευκτης κατάστασης!

Μάλλον κάπου εδώ θα μπω στο δεύτερο κομμάτι του κειμένου μου. Τα ριμέικ των ταινιών είναι κάτι που με αφήνει συνήθως αδιάφορο. Κυρίως γιατί τελευταίως παγιώνουν μια εμπορευματική πολιτική, εφάμιλλη με αυτή των σίκουελς, που αποσκοπούν στο άρμεγμα και το ξεχείλωμα της επιτυχίας της πρωταρχικής ταινίας. Ωστόσο θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως δεν θεωρώ τα ριμέικ αναίτια ύπαρξης. Ωστόσο προσδοκώ από αυτά την επαλήθευση του ορισμού και της θέσης που υπαγόρευε(ι) η γέννηση τους. Δηλαδή τα ριμέικ να αποσκοπούν στην ολοκληρωτική αναδημιουργία μιας ταινίας της υπάρχουσας φιλμογραφίας, με στόχο την τόνωση κάποιων "αχνών" πτυχών ή και την ολοκληρωτική μετατόπιση των νοητικών-δραματικών αξόνων της πρωτεύουσας ταινίας. Ενώ εννοείται πως αυτές οι διαδικασίες γίνονται με ειλικρινή σεβασμό ως προς το πρωταρχικό δημιούργημα.

Τώρα θα ήθελα να εστιάσω στο Funny Games το οποίο είναι μια αλλιώτικη περίπτωση. Εξ' αρχής μου κινείσαι το ενδιαφέρον πως ο αξιολάτρευτός Haneke αποφασίζει να κάνει κάτι ίσως ανεπανάληπτο και λειτουργικά δυσνόητο. Δηλαδή να κάνει το ριμέικ της ίδιας του της ταινίας 10 χρόνια μετά. Όμως τελικά οι υψηλές προσδοκίες μου πληγώθηκαν. Γιατί ο μεγάλος Αυστριακός έκανε ακριβώς την ίδια αριστουργηματική ταινία με μοναδικό σκοπό να την "πλασάρει" στο κοινό της Αμερικής. Κάτι που επιβεβαιώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα προηγούμενα εμπορικά κριτήρια! Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως ιδιαίτερα ευεργετική θεωρώ την εξάπλωση του σινεφίλ κόσμου στο ευρύτερο κοινό. Είναι κάτι πολύ επιθυμητό ο θεατής να γίνει περισσότερο "κινηματογραφοποιημένος" και από τρόφιμος της βιομηχανίας να εξελιχθεί σε έναν ανώτερο "κριτικά" θεατή. Άλλωστε και ο κινηματογράφος εκτός όλων των άλλων είναι μια ασχολία, για αυτούς που ασχολούνται μαζί του υπό οποιαδήποτε σκοπιά. Και από κάθε ασχολία την μεγαλύτερη ευχαρίστηση την αντλείς μόνο όταν έχεις τις βασικές γνώσεις. Ας παρομοιάσουμε για χάρη του κειμένου τον κινηματογράφο με το άθλημα της καλαθοσφαίρισης. Το μπάσκετ λοιπόν είναι ένα άθλημα ανοιχτό προς όλους, μπασκέτες υπάρχουν παντού. Όσο "θαυμαστό" και αν είναι το πρωταρχικό στάδιο γνωριμίας σου με αυτό, η εξέλιξη θεωρείται αναγκαία. Καμία ευχαρίστηση δεν αντλείς όταν συνεχίζεις να ντριμπλάρεις με τα δύο χέρια, κάνεις 100 σουτ για να βάλεις το ένα, δεν γνωρίζεις τους κανόνες κλπ επ' αορίστου χρόνου. Μετά λοιπόν από αυτή την πολύ γοητευτική γνωριμία σου έχεις ανάγκη μια ευρύτερη γνώση για να απολαύσεις το παιχνίδι σε ένα υψηλότερο επίπεδο. Γιατί στο καθετί που ενδιαφέρον παρουσιάζει για τον καθένα απαραίτητες είναι οι βασικές γνώσεις. Έτσι θεωρώ πως και στον κινηματογράφο είναι απαραίτητη μια εξέλιξη στον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν οι θεατές. Αυτή η εξέλιξη ωστόσο δεν έχει πολλά περιθώρια πραγματοποίησης με την επανάληψη υπαρχουσών ταινιών σε ευρύτερα κοινά. Η μονή πιθανή πραγματοποίηση της, κατά την ταπεινή άποψη μου, είναι εφικτή με την εξάπλωση της βασικής κινηματογραφικής κουλτούρας!

Άνευ βαθμολογίας!

Friday, March 28, 2008

Διόρθωση

Σκηνοθεσία: Thanos Anastopoulos
Παραγωγής: Greece/ 2007
Διάρκεια: 87'


Κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να σχολιάσω μια ελληνική ταινία καταλαμβάνομαι από μια επιθυμία για να γράψω για το πλαίσιο που κινείται ο κινηματογράφος στην Ελλάδα. Αυτό το απαισιόδοξο πλαίσιο, που απ' τις θεσμικές δομές εξωθούμενο αλλά και από το ελληνικό κοινό, μετατρέπει τον ελληνικό κινηματογράφο σε μια φτηνιάρικη πραγματικότητα. Κατ' αρχάς θέλω να εκφράσω τα καλύτερα για αυτή την ταινία, την Διόρθωση, που με ελάχιστα παλεύει να κάνει, και κάνει, ένα μάχιμο cinema.

Κατ' αρχάς νομίζω πως θα 'πρεπε να προσκομίσουμε ιδιαιτέρως τα συγχαρητήρια μας σε τέτοιες ταινίες που προσπαθούν να "διορθώσουν" μάλλον άνισα τις σχέσεις του κινηματογράφου με την χώρα μας. Σχέσεις που έχουν πληγεί βαθέως από την λαϊκή απαίτηση και συντήρηση του φτηνιάρικου τηλεσκουπιδιού ως cinema (βλέπε Μόλις Χώρισα κλπ) αλλά και από άλλες ταινίες που καθόλου ανιδιοτελείς και αθώες δεν είναι, και παρ' ότι υποστηρίζουν και έχουν την δυνατότητα να ανεβάσουν ποιοτικά το επίπεδο της κινηματογραφικής παραγωγής, εμμένουν πιστά στις οδούς που θα εξασφαλίσουν την επιθυμητή για αυτούς εμπορευσιμότητα (βλέπε El Greco). Μόνο που αυτές οι στάσεις μόνο επιζήμιες είναι για εμάς που λαχταρούμε ένα ανεβασμένο ποιοτικά ελληνικό cinema. Λοιπόν, άλλη μια φορά μπράβο σε αυτή την Διόρθωση που αν μη τι άλλο κρύβει πίσω της μια τεράστια προσπάθεια. Μια μοναχική προσπάθεια, καθώς το Ε.Κ.Κ. (Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου) όλο και λιγότερο ρίσκα παίρνει να βοηθήσει τέτοιες ταινίες που παρουσιάζονται πιο "underground". Έτσι ο Θάνος Αναστόπουλος με μια ελάχιστη χρηματική υποστήριξη και με τακτική κλεφτοπολέμου (ελάχιστος χρόνος γυρισμάτων, προσεκτικά επιλεγμένες σκηνές, τεχνολογίες, συνεργεία κλπ) κατάφερε να κάνει ένα πολύ ανταγωνιστικό cinema. Άλλωστε η αναγνώριση ήρθε από την συμμετοχή της "Ελληνικής" αυτής ταινίας στο forum του φεστιβάλ του Βερολίνου. Και τονίζω τον όρο Ελληνική γιατί νομίζω πως η ταινία απευθύνεται περισσότερο σε εμάς από οποιονδήποτε άλλο. Κάνοντας μια στυγερή καταγραφή της ελληνικής κοινωνίας που πλήγεται από εθνικόφρονες συμπεριφορές, ρατσισμούς, εκτόξευση μεταναστευτικού πληθυσμού που βιώνει την κοινωνική περιθωριοποίηση κ.λ.π.

Για την ταινία τώρα. Σημείο εκκίνησης είναι ένα υπαρκτό γεγονός. Ο φόνος ενός Αλβανού από έναν Έλληνα φίλαθλο στους μεθεόρτιους πανηγυρισμούς ενός ποδοσφαιρικού αγώνα που είχε αναδείξει νικήτρια την εθνική της Αλβανίας. Ένα θέμα που χειρουργικώς παραγκωνίστηκε από την δημόσια γνώμη, αλλά καθόλου αδιάφορο δεν άφησε τον δημιουργό της ταινίας. Όχι από γεγονοτολογικής άποψης, αλλά ως έδαφος εξόρυξης του θέματος της βίας, του εθνοτικού ρατσισμού, του κοινωνικού περιθωρίου των μεταναστών αλλά κυρίως των δομών της ελληνικής κοινωνίας που επιτρέπουν και υποθάλπουν τέτοιες συμπεριφορές. Συμπεριφορές κατάλοιπα του προ σαρακονταετίας φασιστικού καθεστώτος που ποτέ δεν σβήστηκαν από τις λαϊκές συνειδήσεις. Όπως είπαμε το γεγονός είναι απλά η αφορμή. Άλλωστε όσα ακολουθούν καθόλου εμπνευσμένα δεν είναι από αληθινά γεγονότα και απλά υπηρετούν δραματουργικά τους στόχους της ταινίας.

Ας δούμε τώρα λοιπόν αυτά τα αόριστα και υποθετικά γεγονότα. Ο Γιώργος Σημαιοφορίδης (ω, ειρωνεία!) φονιάς, αποφυλακιστέος πλέον, βασανίζεται από το βάρος των πράξεων του. Σαν να δραπέτευσε από τις σκιές, απόκληρος και αυτοεξορισμένος από το παρελθόν του, αποφασίζει να διορθώσει ένα άλλο παρελθόν. Αυτό της Αλβανίδας συζύγου και του ανήλικου παιδιού της. Περιφέρεται λοιπόν και αυτός δίχως σπίτι στους εθνοτικούς δρόμους της Αθήνας και στους πολυπολιτισμικούς "μαχαλάδες" των ημιζώντων πληθυσμών των μεταναστών. Έχει ανάγκη να γίνει το θύμα, όμως αυτή η χώρα είναι ο μόνος θύτης. Ευτυχώς για την ταινία, ο Αναστόπουλος καθόλου δεν συνεπαίρνεται από το μελοδραματικό θέμα του που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Άλλωστε από την δέση του μύθου η αδυναμία του σεναρίου είναι εμφανής στο να πατήσει η ταινία σε αυτή την αοριστόλογη ιστορία συγχώρεσης. 'Έτσι η ζωή του Σημαιοφορίδη είναι πρωτίστως η άμαξα που μεταφέρει τον θεατή στους πεπαλαιωμένους και εθνοτικά ντοπαρισμένους δρόμους της Αθήνας. Διαγράφοντας κατά αυτόν τον τρόπο την ιστορία της "διόρθωσης" που καθόλου αδιάφορη δεν είναι, αλλά αδυναμωμένη σεναριακά εμφανίζεται...

Έτσι ο θεατής με κινητήριο μοχλό τον Γιώργο Σημαιοφορίδη, τον οποίο απαράμιλλα ενσαρκώνει ο Γιώργος Συμεωνίδης, έχει μια μοναδική ευκαιρία να περιπλανηθεί στην όχι και τόσο καλαίσθητη αλήθεια της Αθήνας. Η απειλή της επιβίωσης, η αγωνία της ανέχειας, η προσήλωση σε μια καταπατητική εργασία είναι οσμές που επίπονα αναδύονται και ταλανίζουν τα πληγμένα κορμιά των πολυάριθμων μεταναστών. Η απαρχαιωμένη αντίληψη του "Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια" ριζωμένη στις αντιλήψεις των Ελλήνων ποτίζει το εθνικό σχόλιο. Έλληνες που το νου τους καθόλου δεν έχουν στην τίμια εργασία και καθόλου δεν δείχνουν να επικοινωνούν αλλά και να ενδιαφέρονται για την αλήθεια. Ενώ η βία, σωματική είτε ψυχολογική, είναι έτοιμη προς άσκηση απέναντι στους ανυπεράσπιστους που συνειδητά και υποσυνείδητα έχουν χαραχθεί ως κάτι μη ανθρώπινο στους εθνοφρονούντες εγκεφάλους τους. Μια τολμηρή καταγραφή της υπαρκτής εικόνας του αστικού κέντρου που ο Έλληνας επιμελώς αγνοεί...

Η κάμερα του Αναστόπουλου εμφανίζεται πολύ λιτή στην καταγραφή της. Ενώ κερδίζει και ένα μεγάλο στοίχημα, αυτό της φορητής κάμερας που επιστρατεύεται σε πολλές σκηνές χωρίς να αλλοιώσει ούτε στο μηδαμινό την δυναμική των εικόνων του. Ο κοινωνικός ρεαλισμός βρίσκεται στο απόγειο, δίχως ίχνος επιτήδευσης. Ένας κοινωνικός ρεαλισμός σε τόσο υψηλό επίπεδο που μας παραπέμπει στις αυθεντίες του είδους όπως ο Ken Loach. Επίσης, ο θεατής βλέποντας την ταινία έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει μια υποδειγματική χρήση σκληρών τηλεφακών, οι οποίοι εστιάζοντας εναλλασσόμενα σε διαφορετικά υποκείμενα μετατοπίζουν τους δραματουργικούς άξονες και το κέντρο εξιστόρησης του μύθου.

Μια πολύ δυνατή ταινία ως προς την σύνθεση της Ελληνικής τοιχογραφίας. Οι όποιες αδυναμίες της εντάσσονται στην αδυναμία του σεναρίου να ολοκληρώσει αλλά και να αφηγηθεί μια ιστορία συγχώρεσης και μετάνοιας...

Βαθμολογία: 7/10

Sunday, March 23, 2008

It's a Free World... (Ένας Ελεύθερος... Κόσμος)


Σκηνοθεσία: Ken Loach
Παραγωγής: UK / Italy / Germany / Spain / Poland / 2007
Διάρκεια: 96'






Όταν ο Ken Loach συναντά στο σενάριο τον Paul Laverty,τότε οι ταινίες αποκτούν μεγάλη δύναμη χάρη στο αιχμηρό και ταυτόχρονα ρεαλιστικό κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο.

Ο Ken Loach θα κάνει αυτή την ταινία για να αμφισβητήσει την επιγραφή του τίτλου. Ο κόσμος ποτέ δεν είναι ελεύθερος, "είναι σκληρός" μας λέει. Γιατί το χρήμα συνδέεται με την ανάγκη της επιβίωσης και έτσι οι άνθρωποι είναι ολοένα και πιο εξαρτημένοι από αυτό. Με μια εξάρτηση που πασιφανώς τους κόβει την ελευθερία τους στον αγώνα τους κατά της εξαθλίωσης. Και για να αναδείξει το θέμα του ο Βρετανός σκηνοθέτης στοχεύει στους "ανήμπορούς" μετανάστες, οι οποίοι είναι δεκτικοί στην εκμετάλλευση μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση.

Στον αντίποδα αυτών κινηματογραφείται η Angie, μια γυναίκα με παρόμοια οικονομικά προβλήματα και με μια διαλυμένη οικογένεια όπου ο μόνος που της μένει πιστός είναι ο δωδεκάχρονος γιος της. Η Angie αποφασίζει να στήσει την δική της παράνομη επιχείρηση εύρεσης εργασίας με όπλα τις γνώσεις της αλλά και την τόλμη της. Οι αρχικές της βλέψεις για την απαλοιφή των χρεών και ένα επαναπροσδιορισμένο μέλλον παραμερίζονται. Το χρήμα γίνεται εύκολο καθώς μεταχειρίζεται εργαλειακά τους μετανάστες-εργάτες και η απληστία γίνεται μια λυσσαλέα μανία. "Υπάρχει τίποτα που δεν θα έκανες για το χρήμα" την ρωτάει η μάλλον αδιάφορη χαρακτηρολογικά συνέταιρός της Rose, για να απαντήσει "όχι" η Angie.

Ο Ken Loach κινηματογραφεί το χαρακτήρα της Angie με εμφανή κλιμάκωση κατά την γραμμική αφήγηση της ιστορίας. Οι αξίες της παραμερίζονται, και αν στην αρχή, εξυπηρετώντας το αυτάρεσκο εγώ της, διαφήμιζε την δουλειά της ως μια αντίσταση στο κράτος και μια απλόχερη χείρα βοηθείας στους εξαθλιωμένους μετανάστες, στη συνέχεια οι πράξεις της την διαψεύδουν κατηγορηματικά. Τα πάντα απορρέουν από μια σκοπιμότητα, αυτή της απληστίας. Και ενώ η επιχείρηση της είναι (όπως αναδεικνύει η συζήτηση με τον πατέρα της) ένα μέσο εκτόνωσης μιας κατάστασης που αλλιώς θα ήταν ιδιαίτερα επώδυνη για κάθε κράτος, οι εξαθλιωμένοι πληθυσμοί απαρνιούνται οποιαδήποτε αντίσταση, οποιαδήποτε πράξη ελευθερίας, για αυτά τα μηδαμινά που τους δίνει η κάθε Angie σε εκάστοτε σχέσεις εκμετάλλευσης. Λειτουργεί και η ίδια μες στο σύστημα, είναι η ίδια το σύστημα. Σπέρνει απλόχερα την αδικία, ενώ τίποτα δεν μπορεί να την σταματήσει από τους βδελυρούς σκοπούς της.

Η Angie ως ρόλος χαρακτηρίζεται από ζεύγη αντιθετικών επιθέτων. Παρ' ότι εκπρόσωπος του "ασθενούς" φύλου, η ύπαρξη της είναι σχεδόν ανίκητη όντας ανυψωμένη απ' τους εργαζόμενους της και από τη θέση που της προσδίδει το χρήμα. Επίσης, είναι μια εξωτερικά ελκυστική γυναίκα η οποία ωστόσο με τις πράξεις της αναδύει μόνα δύσωδα αισθήματα στους θεατές. Κινηματογραφείται χωρίς ελαφρυντικά, ασυνείδητη σε ένα πλαίσιο αδικαιολόγητου καταναλωτισμού, μέσα στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής κοινωνίας που συντηρεί και εκπροσωπεί. Είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές ειρωνείας (στο κλαμπ, στο σπίτι με τους εργαζόμενους, στην τηλεόραση) οι οποίες δηλώνουν αυτή την ασυνείδητη και ανάλαφρη φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σκηνές που ξεχειλίζουν άμεση ωμότητα, αντικρούονται ίσως με το ρεαλιστικό στοιχείο της ταινίας, εξυπηρετούν όμως έναν ανώτερο σεναριακό σκοπό.

Αν ένας άνθρωπος χάσει τις αξίες του και από ατσάλινος κορμός μες στον σκληρό τούτο κόσμο γίνει ευλύγιστο κλαδί, τότε θα καταφέρει μόνο ένα. Στο πηγάδι του θα καταφέρνει το νερό, όμως η δίψα αιώνια θα τον καίει σαν μια βαριά ασθένεια που δεν μπορεί να θεραπεύσει... Αυτός ο άνθρωπος είναι η Angie, αυτή που καλείται να γενικοποιήσει τον ρόλο της ως τον κυρίαρχο άνθρωπο της καπιταλιστικής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.

Το "χρήμα δεν είναι τα πάντα" μας λέει επίσης η ταινία. Αλλά σχεδόν κανένα δεν θα δούμε να μην κινείται σε αυτά τα νοσηρά πλαίσια του συστήματος. Εκτός από έναν, τον Κάρολ. Αδέσμευτος και ανυπότακτος, μα και στωικός και συμπονετικός προς όσους συνανθρώπους του νιώθει. Όσο και αν αυτός ο ρόλος είναι χρονικά μικρός, όσο και αν ο χαρακτήρας φαντάζει αφελής στα μάτια των εκμεταλλευτών, στα μάτια των θεατών κερδίζει την ολοκληρωτική συμπάθεια. Την συμπάθεια του αυθεντικού, αυτού του ελεύθερου κόσμου που ο δημιουργός οραματίζεται...

Η ταινία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όντας η μήτρα πολυεπίπεδων κοινωνικοπολιτικών σχολίων και έχοντας την κινηματογραφική σφραγίδα του Ken Loach. Ωστόσο θα περίμενα να δω και την άποψη του δημιουργού όχι μόνο για αυτούς που αναγκαστικά εγκαταλείπουν τον ελεύθερο κόσμο για την επιβίωση, αλλά και για κείνους που έχουν εξασφαλίσει την επιβίωση και τον εγκαταλείπουν για χάρη της ματαιοδοξίας και της ψευδοεικόνας που χτίζουν με ένα τάχα υψηλό εργασιακό προφίλ.

Βαθμολογία 8/10

Wednesday, March 19, 2008

R.I.P. Anthony Minghella (1954-2008)



Director Anthony Minghella, who won an Academy Award for directing the 1996 epic The English Patient, has died at age 54, his agent announced today. Variety reports that a spokesman for Mr. Minghella said he suffered a brain hemorrhage on Tuesday morning at Charing Cross Hospital in London, while in for a routine neck operation.

Και να φανταστείς ότι μόλις είδα το Breaking and Entering.

Tuesday, March 18, 2008

Sanxia Haoren (Ακίνητες Ζωές)


Σκηνοθεσία: Zhang Ke Jia
Παραγωγής: China / Hong Kong / 2006
Διάρκεια: 111'







Ο Ασιατικός κινηματογράφος καταφέρνει να γοητεύει και να προσελκύει όλο και περισσότερο το πλήθος, ακόμα και με ταινίες σαν και αυτή που θεωρείται λιγότερο προσιτή. Και αυτό γιατί ανοίγει λογαριασμούς και δημιουργεί ένα πολυεπίπεδο cinema με ταινίες που ποικίλουν τόσο ως προς την μορφολογία, την θεματολογία αλλά και την κινηματογραφική γλώσσα. Οι Ακίνητες Ζωές, του ασυμβίβαστου και μοναχικά πορευόμενου Jia, είναι ένα εντυπωσιακό καλλιτέχνημα με κυρίαρχες τις πολιτικές νύξεις.

Ένας άντρας και μια γυναίκα που με καμία σχέση δεν συνδέονται μεταξύ τους αποτελούν την διττή φύση της ιστορίας. Και οι δυο γυρεύουν στην καταποντισμένη πόλη του Φεντζί τα απομεινάρια της ζωής τους. Ο Han Sanming πηγαίνει εκεί για να βρει την γυναίκα του και την άγνωστη σε αυτόν κόρη του που τους χωρίζουν διαφορετικές ζωές 16 χρόνων. Ενώ η Shen Hong σκοπεύει στο να βάλει τέλος στον δίχρονο γάμο της με έναν άντρα που τίποτα δεν τους συνδέει. Οι ιστορίες αφηγούνται τόσο σπονδυλωτά όσο και αυτόνομα και συνδέονται μεταξύ τους μέσα από το ερειπωμένο πρόσωπο της Κίνας. Ένα πρόσωπο που δυσεύρετο είναι για όσους έχουν στο νου τους την εκσυγχρονισμένη γιγάντια Κίνα, μα που με τόσο ανεκβίαστους και ρεαλιστικούς όρους αναπτύσσει ο Jia.

Ο άνθρωπος θύμα της ταχύρυθμης παγκοσμιοποίησης. Σε ένα έθνος που καθόλου δεν ενδιαφέρεται για αυτόν. Τα κτίρια γκρεμίζονται και άμεσα ανοικοδομούνται, τα φράγματα υποχωρούν. Μα όλα υπακούουν σε έναν νόμο, την παγκοσμιοποίηση. Οι ζωές όμως πόσο γρήγορα μπορούν να χτιστούν; Ποιός ενδιαφέρεται για την τσιμεντόσκονη που γδέρνει την σάρκα των ανθρώπων; Δεν υπάρχει χώρος για όνειρα, οι ανάσες γίνονται βαριές. Η αποξένωση φαντάζει μοναδική οδός, και ο λόγος ύπαρξης υπακούει μόνο στην επιβίωση. Οι δηλώσεις είναι σαφέστατες, όσο γρήγορα και αν τα αναλώσιμα πράγματα χτίζονται, ποιός θα νοιαστεί για την πορεία του χρόνου μέσα στους ανθρώπους; Οι ζωές είναι ερειπωμένες, μουδιασμένες, γεμάτες πληγές. Και οι πληγές δεν κλείνουν. Δεκάξι χρόνια δεν έφτασαν στον Han για να κάνει αυτό το τεράστιο βήμα προς την οικογένεια του, τα δύο χρόνια ήταν απαραίτητα για την Shen ώστε να τολμήσει μια νέα αρχή.

Ο Jia κινηματογραφεί τους ήρωες του γεμισμένους με στίγματα ανέχειας και την αγωνία της επιβίωσης μέσα σε καταρημαγμένα τοπία. Πόσο ξένοι μοιάζουν όταν κρατούν αυτά τα υπερσύγχρονα κινητά στα χέρια τους; Τα θύματα ενός χρόνου που κύλησε μονοσήμαντα. Τα θύματα μιας παγκοσμιοποιημένης πολιτικής που καθόλου δεν αποσκοπεί σε αυτούς. Ενώνονται από τον δημιουργό τους υπό το πρίσμα των μαζικά καταναλωτών αγαθών. Τσιγάρα, ποτά, καφές, τσάι, καραμέλα είναι τα αγαθά που εκφράζουν αυτή την καθολική υποδούλωση του κόσμου απ' όπου κανείς δεν διαφεύγει. Ο Jia όσο απαισιόδοξος και αν είναι, κρατάει μια στάλα ελπίδα για το τέλος. Την κρατάει και την αποτυπώνει μόνο με μια "ονειρική" σκηνή. Ο άνθρωπος είναι και θα είναι αβοήθητος σε όσα γίνονται, όμως αυτό το ηφαίστειο που κρύβει μέσα του δεν δαμάζεται με τίποτα. Είναι και το μόνο στο οποίο μπορεί να ακουμπήσει τις ελπίδες του για αυτή την μακρινή Ιθάκη για την οποία τόσο διψά.

Οι Ακίνητες Ζωές, είναι μια βυθισμένη άγκυρα πάνω στις ζωές των ανθρώπων. Κανένα υλικό επίτευγμα, καμιά υλική ανάπτυξη δεν μπορεί να σταθεί αν δεν σηματοδοτείται από μια ανάλογη πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Και όλα κινηματογραφούνται δίχως ίχνος εκβιασμού χτίζοντας ένα αυθεντικό cinema.

Βαθμολογία 8,5/10

Friday, March 14, 2008

No Country for Old Men (Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους)


Σκηνοθεσία: Ethan Coen - Joel Coen
Παραγωγής: USA / 2007
Διάρκεια: 122'







Αν περιμένεις να δεις ενα western για τους μύθους της Άγριας Δύσης, τότε διάλεξες λάθος ταινία. Το ποιητικό-αινιγματικό voice over που σηματοδοτεί την εκκίνηση της ταινίας πλάι στα χαοτικά κάδρα της ξερής φύσης είναι κατατοπιστικότατα. Οι θρύλοι έχουν πεθάνει, τώρα μόνο τα φαντάσματα τους γυρνοβολούν στους πρώην "δοξασμένους" τόπους. Αν πάλι περιμένεις να δεις ένα θρίλερ, τότε ίσως στο καλοτραβηγμένο ανθρωποκυνηγητό βρεις λίγη ικανοποίηση στις προσδοκίες σου! Τότε όμως θα έχεις χάσει την αλληγορία, τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο οι Coen διαχειρίζονται την αφήγηση τους, και κατά τη γνώμη μου θα έχεις χάσει και την ταινία!

Τα πρόσωπα της ταινίας είναι τρία, συμβολικά βαλμένα για να διαχειριστούν την τριαδική φύση του χρόνου. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το serial killing tune της ταινίας ποτίζει με απαισιοδοξία το βλέμμα μας, μάλλον σε μια προσπάθεια των δημιουργών να ταυτίσουν τον κόσμο τους με αυτόν των θεατών. Σκοτεινές ατμόσφαιρες, ευφυέστατα αφηγηματικά τεχνάσματα και μια αποπνιχτική ατμόσφαιρα τρέφουν το αιμοδιψή κοινό, που κάθεται μάλλον άβολα στα άνετα καθίσματα της κινηματογραφικής αίθουσας. Η ταινία με αυτή την τριαδική καταγραφή του χρόνου δεν θα ενοχληθεί στο να αναπαραστήσει δίχως ελαφρυντικά τη δομή της σύγχρονης κοινωνίας, να αμφισβητήσει τις βάσεις της και να διακωμωδήσει το "Αμερικάνικο όνειρο". Κύριο όπλο, η κρυπτογραφημένη λεπτή ειρωνεία!

Αλλά ας ξεκινήσουμε με τα πρόσωπα, και συγκεκριμένα τον mr παρελθόν. Αυτός είναι ο σερίφης Ed, που πολύ μεστά, με μια αθόρυβη δύναμη, υποδύεται ο Tommy Lee Jones. Ο σερίφης είναι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος. Ζει χωρίς πάθη τη ζωή του κουβαλώντας πάνω του τα αρώματα μιας άλλης εποχής. Με το αρχικό voice over μας γνωστοποιούνται οι απόψεις του. Βλέπει μια συνεχή αλλαγή στα πράγματα γύρω του, στον τρόπο που συμβαίνουν, και όλα μοιάζουν ακατανόητα στο μυαλό του. Αλλά δε θυμώνει που είναι ξένος στη νέα τάξη πραγμάτων. Αποδέχεται πως το μέλλον είναι και θα είναι πάντα ένα μέρος που δεν μπορείς να προβλέψεις, μα κυριότερα ένας ακατανόητος μηχανισμός που δεν βρίσκεται σε ανθρώπινα χέρια. Κατέχοντας λοιπόν αυτή την ανθρώπινη σοφία(;) ζει ήσυχα την ζωή του αρκούμενος στα απαραίτητα, με ένα εσωτερικό διδακτισμό σε κάθε βήμα του. Έχει διαλέξει να μην αναλώνεται σε αχρείαστες ενέργειες, οι οποίες γεννώνται απ' την ματαιοδοξία των ανθρώπων και την υπερεκτιμημένη αντίληψη που έχουν για τον εαυτό τους, όπως μας δηλώνουν και κάποιοι λιγοστοί πληροφοριακοί διάλογοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο νεαρός συνάδελφος του. Αλλά και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ήρωες, εξάλλου, ενισχύουν οπτικά τις απόψεις του σερίφη, καθώς κινηματογραφούνται με μια διακριτή ειρωνεία (ρεσεψιονίστ, άνθρωποι τελωνείου, παρέα στα σύνορα, παιδιά στην σκηνή του ατυχήματος κλπ). Για μένα, ο Ed είναι ο "θετικός" ήρωας στην ταινία των Coen και την άποψη μου υπερενισχύουν τα παρακάτω: κινηματογραφείται με σεβασμό, είναι αυτός στον οποίο ανήκουν κάποιοι διδακτικοί μονόλογοι (με κύριο θέμα την αποκάλυψη της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και την κατανόηση του αλλόκοτου ως προς την έκφραση μέλλοντος), σε αυτόν ανήκει τόσο η αρχική ορθολογική σκηνή όσο και η τελική σουρεαλιστική και είναι ο μόνος που έχει βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο με τον Bardem (μέλλον) χωρίς να γνωρίσει το θάνατο. Ίσως γιατί το μέλλον δε συναντάει το παρελθόν, αλλά επεμβαίνει μόνο στο συνοριακό του παρόν.

Σειρά έχει το παρόν. Το οποίο συμβολίζει ο Moss, ένας κυνηγός. Είναι έξυπνος, ειρωνικός αλλά και ματαιόδοξος, κινείται δηλαδή στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού σύγχρονου ανθρώπου. Ο Moss λοιπόν, καθώς βρίσκεται για κυνήγι, αντιλαμβάνεται πως στα γειτονικά μέρη έχει διαπραχθεί ένα φονικό μακελειό δεκάδων ατόμων. Ο λόγος, όπως αποδεικνύεται, ένα τρανό φορτίο ναρκωτικών και μια βαλίτσα παστωμένη με χαρτονομίσματα. Ο Moss, αν και καμία σχέση δεν έχει με τον υπόκοσμο, πιστεύει πως μπορεί να κάνει το περιεχόμενο της βαλίτσας δικό του. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας και του Αμερικάνικου ονείρου για μια καλύτερη ζωή, ευελπιστεί στην αύξηση του εισοδήματος του με αβανταδόρικους και ξενικούς τρόπους. Εδώ είναι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση χαρακτηρολογικά με τον σερίφη. Ο Moss πιστεύει πως μπορεί να καθορίσει το μέλλον, υπερεκτιμά τις ικανότητες του και αποφασίζει να κρατήσει την βαλίτσα και να τα βάλει με όλους. Η πράξη του, να ανακατευτεί σε εντελώς άγνωστα χωράφια, σίγουρα δεν ξενίζει καθόλου τον θεατή. Καθώς είναι μια καθημερινή κερδοσκοπική στάση την οποία η δύναμη της συνήθειας έχει καταστήσει φυσιολογική. Όμως ο Moss τελικά θα έχει να αντιμετωπίσει αυτό το ακατανόητο μέλλον (Bardem), το οποίο είναι εκεί για να του δείξει αποστομωτικά πως άλλος είναι ο ρυθμιστής... Ενώ και η έμμεση συνάντηση Ed και Moss γίνεται μόνο αφ' ότου τα πάντα έχουν τελειώσει, τονίζοντας ίσως και την αδυναμία του παρελθόντος να επέμβει δραστικά στο παρόν.

Το μέλλον πάλι ενσαρκώνει ο Chigurh, τον οποίο υποδύεται μοναδικά ο σκοτεινός Javier Bardem. Μια πολύ δυνατή ερμηνεία που επάξια ανταμείφτηκε με το oscar. Ο Chigurh είναι ένας άνθρωπος(;) που δεν μπορεί να περιγράφει με ανθρώπινες λέξεις. Σιωπηλός, εφιαλτικός, στυγερός, δυσνόητος, μα το χειρότερο απ' όλα είναι πως φαίνεται να κουβαλάει πάνω του το γραφτό. Όλοι οι κινηματογραφημένοι φόνοι στην ταινία αντιστοιχούν σε αυτόν. Είναι ξεκάθαρο πως τα πάντα εξαρτώνται από αυτόν, είναι το στίγμα του προδιαγεγραμμένου, μια μάλλον μηδενιστική έκφραση του μέλλοντος, μια έκφραση γεμάτη απαισιοδοξία. Αν υιοθετήσουμε την άποψη πως το φυσιολογικό διαμορφώνεται απ' το συνηθισμένο, τότε ο Chigurh είναι εντελώς εξωπραγματικός. Είναι ακατανόητος, σε απόλυτη συμφωνία με την ιδέα που έχει ο φιλήσυχος σερίφης για το μέλλον. Μοιάζει λοιπόν ο Chigurh να μην επικοινωνεί με τον κόσμο και να έχει ένα και μοναδικό σκοπό στη ζωή του. Την τιμωρία. Ένας άγγελος θανάτου, έτοιμος να αφαιρέσει την ζωή απ' τα ματαιόδοξα και αχάριστα πλάσματα που κατοικούν σε αυτόν τον κόσμο. Είναι το αδυσώπητο μέλλον που καθιστά κάθε γήινη ύπαρξη ως μελλοθάνατη. Τα τραύματα ωστόσο στο πόδι του δηλώνουν πως και ο ίδιος είναι φθαρτός. Ενώ το ανέκφραστο πρόσωπο του εμφανίζεται εμφανώς δακρυσμένο μπροστά στον "άδικο" θάνατο που ετοιμάζεται να διαπράξει εις βάρος της γυναίκας του Moss. Αυτή του η επικοινωνία με το περιβάλλον θα επαληθευτεί και λίγο αργότερα, όπου περιέργως παρακολουθεί στον καθρέφτη του αυτοκινήτου κάποια παιδιά. Τελικά η ενσωμάτωση του με αυτόν τον κόσμο μέσω της προαναφερθείσας επικοινωνίας είναι και αυτή που θα πληρώσει στη συνέχεια. Ίσως επειδή και το μέλλον κάποια στιγμή γίνεται παρόν και αφήνει την θέση του σε κάποιο άλλο…

Η ταινία είναι εξαιρετικά κινηματογραφημένη. Είναι απτή στον θεατή χάρις της επιλογής των Coen να οπτικοποιήσουν την ιστορία τους με ένα σύγχρονο τρόπο. Η βία συναντά την πιο σιωπηρή μα καταλυτική ειρωνεία. Ειρωνεία που περιγράφει τα πλάσματα αυτού του κόσμου ως εξαιρετικά αδύναμα. Ενώ, στα της αφήγησης, είναι ξεκάθαρος και ο τρόπος που οι Coen αναπαριστούν το χρήμα. Αυτά τα πολυζήτητα χαρτονομίσματα εμφανίζονται στην κόκκινη αιματοβαμμένη τους μορφή, σε μια μάλλον ετοιμογορική προσέγγιση για το πώς κινούνται τα γρανάζια αυτού του κόσμου. Και το κυριότερο, δηλώνεται οτι αυτά τα χαρτονομίσματα γίνονται εντελώς αποδεκτά δίχως ίχνος περισυλλογής απ' το καθολικό σύνολο των εμφανιζόμενων προσώπων!

Δεν είμαι ειδικός για να σας πω αν είναι η καλύτερη ταινία των Coen, πάντως πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία που το να αγνοηθεί μάλλον ισούται με κινηματογραφικό έγκλημα!

Βαθμολογία 9/10

Wednesday, March 12, 2008

3:10 to Yuma (Το Τελευταίο Τραίνο για τη Γιούμα)


Σκηνοθεσία: James Mangold
Παραγωγής: USA / 2007
Διάρκεια: 122'







Αυτό το τραίνο της Yuma άνοιξε μάλλον πολλά στοιχήματα με τους θεατές του, αλλά κατά την προσωπική μου άποψη τα έχασε όλα.

Μορφολογικά πρόκειται για ένα κλασσικό Western, αλλά το περιεχόμενο του χαρακτηρίζεται κυρίως από το είδος της ταινίας περιπέτειας. Με συνεχή πλοκή που δεν αφήνει περιθώρια για στοχασμό στον θεατή, αλλά όμως ανοίγει πολλά παράθυρα για αμφισβήτηση.

Ο Russell Crowe υποδύεται έναν διαβόητο κακοποιό, με δεκάδες ληστειών και φόνων στο ενεργητικό του. Συλλαμβάνεται απ’ τις διεφθαρμένες και μάλλον επίσης δύσοσμες αρχές οι οποίες μαζί με τον οικογενειάρχη Christian Bale, που έχει ανάγκη κάποια χρήματα αλλά κυρίως την εξωτερική αναγνώριση, αναλαμβάνουν να τον μεταφέρουν στο τραίνο που θα τον πάει για την φυλακή της Yuma. Ωστόσο στο δρόμο για τη Γιούμα θα βρουν πληθώρα περιπετειών, στις οποίες εντάσσονται η αντιμετώπιση του πάντα επικίνδυνου Russell Crowe, των Απάτσι αλλά κυρίως της συμμορίας του Crowe.

Οι χαρακτήρες είναι περισσότερο καρικατούρες ηρώων παρά ολοκληρωμένοι ήρωες. Με εμφανή την διάθεση για ένα αποκρουστικότατο μακιγιάζ, στο οποίο προστίθενται άνυδρα πλάνα και μια γενικότερη αισθητική που υπερστοχεύει στο εξωτερικό, στο εικονικό, εις βάρος της εσωτερικής μορφής της ταινίας. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα θα είναι και η πλατφόρμα στην οποία θα πατήσουν οι ήρωες. Οι διάλογοι χαρακτηρίζονται από μια εξυπνακίστικη μορφή και μια ασφυκτικά ενοχλητική κλιμάκωση. Αυτοί οι διάλογοι, που μάλλον κουράζουν με την υπερβολική αφυσικότητα τους, είναι που προωθούν την ιστορία πέραν της εξέλιξης της πλοκής. Έτσι συνολικά θα μιλούσαμε για ένα αντιηρωικό σύμπαν, το οποίο είναι ιδανικό για να καταδειχθεί το καλό και το κακό μέσα στους ήρωες.

Όμως όπως δηλώσαμε οι ήρωες σε καμία περίπτωση δεν είναι ολοκληρωμένοι, και έτσι οι πλάτες τους είναι εξαιρετικά αδύναμες για να αντέξουν το βάρος μιας ολόκληρης ταινίας. Θεματικά η ταινία καταπιάνεται με την εμμονή των ανθρώπων αλλά και το προσωπικό στοίχημα να είναι αρεστοί στους υπόλοιπους, την κοινωνική αδικία που είναι σε θέση να επιβάλλουν οι κοινωνικά ισχυρότεροι και μια κατάρριψη του καλού και του κακού, τα οποία όπως δηλώνει ο James Mangold υπάρχουν και τα δυο στον καθένα. Είναι οι συνθήκες αυτές που θα καθορίσουν ποιο από τα δύο θα υπερισχύσει μια δεδομένη χρονική στιγμή.

Παρ’ όλα ταύτα η ταινία με την ανεκδιήγητη τελική καμπή της λύσης του μύθου χάνει όλο το υπόλοιπο μέρος (το οποίο δεν είναι και αδιάφορο). Το συναισθηματικό δέσιμο των ηρώων στο οποίο στοχεύει ο Mangold μένει μόνο στις βλέψεις του. Τίποτα δεν πείθει πως ο Russell Crowe έχει ενωθεί σε τέτοιο βαθμό με τον διώκτη του Bale, που θα θελήσει να τον ακολουθήσει εθελοντικά και πρόθυμα στο δρόμο για τη φυλάκιση του. Όμως αυτή την οδό ακολουθεί ο σκηνοθέτης, η οποία σαφώς μετατρέπει τα όσα ακολουθούν εξωπραγματικά στα μάτια του θεατή αποκαλύπτοντας την γύμνια του σεναρίου.

Κρίμα που μια από τις πιο ώριμες ερμηνείες του Russell Crowe δεν συνοδεύτηκε από μια ανάλογη συλλογική δουλειά. Το σενάριο έχει εμφανείς αδυναμίες στη διάπλαση ηρώων ικανοποιητικών, ενώ και η αφήγηση στην λύση του μύθου καταλήγει σε φιάσκο για χάρη ενός τουλάχιστον απρεπούς συναισθηματισμού. Ακόμα, η μορφή της ταινίας, παρά τις φιλόδοξες σκηνές της, δίνει περισσότερη προσοχή σε εξωτερικά μέσα (μακιγιάζ, σκηνικά κλπ) στερώντας της την ζητούμενη κινηματογραφικότητα της.

Βαθμολογία 4/10

Tuesday, March 11, 2008

Εθελοντές για Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινημ/φου 2008


Το υπεραιωνόβιο πλέον αλλά ακόμη πιο δραστήριο φέτος (τουλάχιστον όσον αφορά τα κινηματογραφικά που παρακολουθώ) Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (ifa) βρίσκεται στην τελική φάση προετοιμασίας του φεστιβάλ που τα τελευταία χρόνια φέρνει κοντά μας (μερικές από) τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της παγκόσμιας παραγωγής που ομιλούν την γαλλικήν. Και οι άνθρωποι του ifa (που ετοιμάζουν μαθαίνω για τη φετινή 9η διοργάνωση και cine-μουσικές και cine-fashion εκπλήξεις) ψάχνουν γι' αυτούς που θα βοηθήσουν το φεστιβάλ να "ξεμυτίσει" φέτος στις 3 (και μέχρι τις 13) Απριλίου.
Από το site του Ινστιτούτου:


" Το 9ο Γαλλόφωνο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας ψάχνει νέους και νέες σινεφίλ για εθελοντική ή πρακτική εξάσκηση κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας αλλά και της διεξαγωγής του. Εάν είσαι φοιτητής, γνωρίζεις καλά ελληνικά και γαλλικά, αγαπάς το σινεμά, είσαι διαθέσιμος από τέλος Φεβρουαρίου μέχρι τέλος Απριλίου και θέλεις να ζήσεις από κοντά την διοργάνωση ενός κινηματογραφικού Φεστιβάλ, στείλε μας το βιογραφικό σου στο: communication@ifa.gr "


Όποιος λοιπόν θέλει να γεμίσει τον επόμενο μήνα (τα περί τέλους Φεβρουαρίου αναφέρονται στη 1 μόνο θέση πρακτικής άσκησης) με νέες εμπειρίες, ενδιαφέρουσες ταινίες και ενδιαφέρουσες γνωριμίες (περιμένω με αγωνία την ανακοίνωση των προσκεκλημένων του φεστιβάλ!), ας σπεύσει!

ΥΓ. Για όσους χάσουν την ευκαιρία (συμπεριλαμβανομένου εμού) επειδή η γνώση τους της γαλλικής περιορίζεται σε μερικές μόνο λέξεις που έχουν μάθει από ταινίες, τί να πω? Ποτέ δεν είναι αργά, για να μάθεις Γαλλικά?(κάνει και ρίμα!) Δεν ξέρω... Χμμ... τώρα που το σκέφτομαι, δύσκολα θα έλεγα όχι σε ένα ειδικό τμήμα εκμάθησης Γαλλικών μέσω κινημ/φικών ταινιών! Λέτε να τους δώσουμε ιδέα?

There will be Blood (Θα χυθεί Αίμα)

11.3.08
kioy posted:



(click image for higher resolution)
Σκηνοθεσία: Paul Thomas Anderson
Παραγωγής: Usa / 2007
Διάρκεια: 158'










Μια ακόμα τεράστια ταινία. Ο Daniel Day Lewis επιδίδεται σε μια τεράστια ερμηνεία μεταξύ σπουδαίων συναδέλφων του. Υποδύεται στοχαστικά, αλληγορικά, και αυτοπαρουσιαστικά έναν άπληστο μικρό σατανά (Plainview). Ο οποίος διορατικώς διαβλέπει την κερδοφορία της πετρελαϊκής εποχής στην αλλαγή του 20ου αιώνα. Απαλλάσσεται από κάθε ίχνος περιοριστικής ηθικής και ασελγεί πάνω στον καθένα με μοναδικό σκοπό την συλλογή του χρήματος. Χρήμα που τον κάνει πανίσχυρο μεταξύ άλλων.


Ένας ιεροκήρυκας είναι ο κύριος αντίπαλος του. Αυτός είναι ένας ακόμα σπιλωτής όσων πρεσβεύει. Μα η δύναμη του απάνω στον πετρελαιομεγιστάνα έγκειται στις ρητορικές του ικανότητες. Με τις οποίες μπορεί και διαμορφώνει την ηθική των άλλων. Την ηθική της κοινωνίας η οποία είναι η μόνη που τελικά θα βρει απέναντι του ο Plainview.


Ο Plainview με σκοπό τη γλύκανση του image του συλλέγει ένα ορφανό το οποίο κατονομάζει γιο του. Ο H.W. είναι αυτός που είναι αποδέκτης τόσο της επιτυχίας μα κυριότερα την εσωτερικής σαπίλας του φερόμενου ως πατέρα του. Η κοντινή θέση του με το πλουτοπαραγωγικό προϊόν είναι αυτό που τον μετατρέπει σταδιακά σε ανταγωνιστή όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλεί ο πατέρας του, σε μια μάλλον αλληγορική δήλωση του Paul Thomas Anderson. Ένα ακόμα συγγενικό πρόσωπο του Plainview είναι ο Henry. Ο οποίος παρά την μικρή χρονική παρουσία του είναι παραπάνω από χρήσιμος στο αφηγηματικό παζλ που ξεδιπλώνεται. Κατέχει τη θέση της πληροφορίας, της ψευτοπληροφορίας η οποία απ’ το μηδέν φιλοδοξεί να φτάσει στα ύψιστα. Μόνο που τελικά η πληροφορία είναι καταναλωτή και έχει ημερομηνία λήξης.

(click image for higher resolution)

Η ταινία αυτή απασχολεί περισσότερο από κάθε άλλο τους κριτικούς. Στα κείμενα των οποίων συναντάμε ποίκιλες αναφορές. Η δύναμη της για μένα έγκειται στον τρόπο που παντρεύει τον προγενέστερο κινηματογράφο με ένα cinema που ακόμα δεν έχει ειπωθεί. Το πρώτο ενδεικτικό εικοσάλεπτο είναι ένα κολλάζ βουβών διαλεκτικά εικόνων που φειδωλά παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες στον θεατή για να μην μείνει ξεκρέμαστος στη συνέχεια. Τα πάντα αναπτύσσονται και συνθέτονται μαεστρικά όσον αφορά την αφήγηση, με έναν τρόπο κινηματογραφικότατο. Τα πάντα έχουν έναν δυσδιάκριτο λόγο ύπαρξης όπως θα έλεγε και ο Tarkovsky. Ενώ αισθητικά η τέλεια φωτογραφία, η άριστη μουσική επιμέλεια ντύνουν τα κάδρα με τον πλέον επιθυμητό τρόπο! Τέχνες οι οποίες προσηλωμένες χρωστούν τον λόγο ύπαρξης τους καθαρά στην υπηρέτηση της ταινίας. Το να χαρακτηρίσεις σε αυτή την ταινία τον Paul Thomas Anderson μαέστρο είναι λίγο!

(click images for higher resolution)

Θέλω να κάνω και μια αναφορά στον αβανταδόρικο και παραπλανητικό τίτλο της ταινίας που επαληθεύεται μόνο μοναδιαίως και στιγμιαίως στο αξιέπαινο finale. Ακόμα και με τον τίτλο ο σκηνοθέτης λοιπόν καταφέρνει να δημιουργεί ατμόσφαιρα, με τον τρόπο που έκαναν-κάνουν οι ταινίες αγωνίας. Όπου δηλώνοντας ένα γεγονός, η προσμονή των θεατών για αυτό συνεπάγεται με αγωνία. Έτσι και το «Θα χυθεί αίμα» προϊδεάζει, μόνο που είναι τελείως παραπλανητικό γιατί τελικά το μόνο αίμα που χύνεται είναι αυτό της ηθικής…


Βαθμολογία: 9,5/10



wallpaper by ryankg

(click image for higher resolution)









-------------------------------------------


25.3.10 update
s_dany posted:



Και διθύραμβοι από QT για "There will be Blood"!
Μ' αρέσει το "ανταγωνιστικό" που λέει στο τέλος ;-D

Friday, March 07, 2008

Into the Wild (Ταξίδι στην Άγρια Φύση)


Σκηνοθεσία: Sean Penn
Παραγωγής: USA / 2007
Διάρκεια: 148'






Το 1998 ο Jon Krakauer έγραψε ένα βιβλίο για την ζωή αυτού του μυστήριου νέου, του Christopher McCandless. Τα κίνητρα του ήταν, όπως έχει δηλώσει, να καταλάβει τον ήρωα του. Σχεδόν 10 χρόνια ύστερα, ένας απ' τα εκατομμύρια αναγνωστών, ο Sean Penn αποφάσισε να χαρίσει και σε μας τους κινηματογραφόφιλους αυτή την μαγευτική ιστορία!

Ο Christopher McCandless μας λέει "πως στη ζωή δεν απαραίτητο να είσαι δυνατός, αλλά να αισθάνεσαι δυνατός...". Αυτό αρκεί για να κυνηγήσεις την αλήθεια, να ψάξεις τις απαντήσεις στις βαθύτερες αναζητήσεις σου. Να προχωρήσεις ως την άκρη της γραμμής με σθένος και να πάρεις την ζωή στα χέρια σου. Δίχως εξάρτηση, με μια γοητευτική αυτάρκεια. Και ο McCandless ήταν ένας ευφυής άνθρωπος, τουλάχιστον ικανός να διαβλέψει την βολικότητα του συστήματος. Την μοναδική ιδιότητα των μαζών να διαφθείρουν, να κατασπαράσσουν τα ατομικά στοιχεία, τα ατομικά πιστεύω για χάρη ενός αποξηραμένου τρόπου ζωής. Άλλωστε και οι πιο κοντινές παραστάσεις του συνέβαλλαν σε αυτό. Ο κενός θεσμός της οικογένειας, με τους γονείς επιτυχημένους στο πολυφημισμένο "Αμερικάνικο Όνειρο", αλλά εντελώς αποτυχημένους στην οικογενειακή τους ζωή είναι αυτό που τον συντροφεύει στην παιδική του ηλικία. Απ’ την μια πλουσιότατες δεξιώσεις και απ’ την άλλη βία και καυγάδες των οποίων αποδέκτες ήταν οι τρυφερές καρδιές αυτού και της αδερφής του. Αυτά είναι και τα πρώτα ερεθίσματα για να παραδοθεί ο McCandless στον δικό του κόσμου. Στον δικό του εξιδανικευμένο και ηθικά ακέραιο κόσμο, μακριά από την διαφθορά του συνηθισμένου και τις έμφυτες και ξενικές έννοιες του προδιαγεγραμμένου. Για αυτόν τον κόσμο απαρνείται κάθε υλισμό και ό,τι κρατάει μακριά το κορμί απ’ το πνεύμα.

Έτσι λοιπόν ο ήρωας μας αφού αποφοιτήσει με άριστα απ' το κολέγιο αποφασίζει να γυρίσει την πλάτη στην πλουσιοπάροχη ζωή που τον περιμένει για να βιώσει μια άλλη πιο ακριβή. Τη ζωή στα άκρα, τη ζωή της απόλυτης ανθρώπινης ελευθερίας. Θα απαλλαγεί απ' τα χρήματα του, δωρίζοντας τα σε κάποια φιλανθρωπία, και θα ξεκινήσει το ταξίδι του για την άγρια φύση. Άλλωστε πότε ο άνθρωπος ήταν πιο κοντά στο μέσα του από τότε που ξέγνοιαστος ανήκε στη φύση; Έτσι ο φυσιολάτρης και εν τρόπο τινά extremiστής McCandless θα τραβήξει τον δικό του δρόμο προς την εσωτερική ολοκλήρωση. Δεν θα ενταχθεί όμως σε καμιά ομάδα. Είναι αρκετά συνειδητοποιημένος για να μην επιτρέψει καμιά αλλοίωση του εαυτού του για χάρη της υλοποίησης και της προώθησης των ενδιαφερόντων του. "Μην μου δώσεις χρήματα, αγάπη, φήμη, δόξα αλλά δώσε μου αλήθεια..." έχει πει παραφράζοντας τον Θορώ. Και οι δικές του πράξεις είναι τα βήματα για την απόκτηση αυτής της βαθύτερης αλήθειας. Και σε αυτό του το μοναχικό ταξίδι θα τρέφεται με οργή για την βολικότητα του συστήματος και την αλλοίωση που αποδέχεται ο καθένας μέσα σε αυτό και με την αγάπη του για την σκέψη, την βαθύτερη γνώση και ότι ανθρώπινο. Και σε αυτό τον δρόμο που έχει επιλέξει έχει για χάρτη τα αγαπημένα του βιβλία (όπως Ντοστογιέβσκι, Θορώ κλπ).

"Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη" είχε πει ο Καβάφης. Για τον McCandless η δική του Ιθάκη είναι ένα αεικίνητο λεωφορείο στην κορυφή της Αλάσκα. Και είναι ο πηγαιμός που κάνει αυτό το λεωφορείο να μοιάζει μαγικό. Ο πηγαιμός που μας δίνει ο Sean Penn μέσα από επιδέξια flash back. Ένας πηγαιμός γεμάτος ανθρώπινες εμπειρίες, ένας πηγαιμός με την γοητεία και την τόλμη αυτού του ασυμβίβαστου νέου. Στην ιδεατή άποψη της ζωής, που όλοι μας κάπου λίγο πολύ νιώθουμε ένοχοι για κείνη την σκοτεινή μέρα που την θάψαμε μακριά μας! Και αυτός ο ιδεαλιστής νέος, απαρνούμενος όποιο μέλλον για το ολοκληρωτικό παρόν άφησε πρόωρα την ζωή σε αυτό το μαγικό λεωφορείο στην κορυφή της Αλάσκα. Όμως πρόλαβε να μας αποκαλύψει ότι "δεν υπάρχει ευτυχία αν δε μοιράζεται... Γιατί τελικά όσο δυνατοί και αν νιώθουμε δεν μπορούμε να είμαστε τόσο όσο χρειάζεται για την ζωή..."

Ο Sean Penn σκηνοθετεί με εμφανή αγάπη για τον ήρωα του, την αγάπη που είχε και ο Krakauer στο βιβλίο του, χρησιμοποιώντας μέχρις ενός βαθμού την συμβατική σκηνοθεσία που έχουμε συνηθίσει (εκτενή χρήση flash back, υπερπληροφοριακά voice over). Όμως αυτή του η αγάπη και το πάθος για τον ήρωα είναι που θα τον κάνει εξίσου αγαπητό και στα δικά μας μάτια. Είναι άξια θαυμασμού η προσπάθεια που κάνει να εναρμονίσει την ντοκυμαντερίστικη χροιά αυτής της road movie με την υπερσκηνοθετημένη καταγραφή του ήρωα του. Γιατί το ντοκιμαντέρ απογυμνώνει την φύση, αυτή την άριστη τοπογραφία που οπτικοποιεί η αψεγάδιαστη φωτογραφία, ενώ τα υπερσκηνοθετημένα τρικ είναι αυτά που φέρουν στην επιφάνεια τον ενδιαφέρον εσωτερικό κόσμο του McCandless. Η αφήγηση διακατέχεται από ένα ύφος εξύμνησης του πρωταγωνιστή το οποίο πολλές φορές υποκύπτει στην ωραιοποίηση. Όμως ποιά ποίηση δεν μας ταξιδεύει με πυξίδα την εξιδανίκευση και την ωραιοποίηση; Και η ταινία τόσο αφηγηματικά όσο και σκηνοθετικά είναι βαθιά ποιητική... Ο θεατής έχει επίσης τη δυνατότητα να ακούσει την καθηλωτική μουσική υπόκρουση της ταινίας και την εκπληκτική ερμηνεία του Emile Hirsch που σίγουρα απογειώνει τις μετοχές του!

Τελικά πρόκειται για μια ακόμα δυνατή ταινία, άλλη μια πολύ όμορφη ταινία σε αυτή την σπουδαία κινηματογραφική χρονιά που διανύουμε!

Βαθμολογία 8,5/10

Tuesday, March 04, 2008

Padre Nuestro (Πάτερ Ημών)


Σκηνοθεσία: Christopher Zalla
Παραγωγής: USA / 2007
Διάρκεια: 110'







Το Padre Nuestro είναι η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Christopher Zala που τόσο ντόρο έκανε στο φεστιβάλ της Sundance. Θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως οι επίγειες προσευχές, άλλοτε αθώες και άλλοτε διεφθαρμένες, των κοινωνικά ασθενέστερων για ένα καλύτερο αύριο.

Η ταινία ξεκινάει με κατάμαυρα κάδρα και ένα φορτίο στοιβαγμένο με λαθρομετανάστες που ψάχνουν μια καλύτερη τύχη στην Νέα Υόρκη. Ανάμεσα τους ο άβγαλτος Pedro, με μια αθωότητα που τον καθιστά περίγελο στους υπόλοιπους και ο ανήθικος Juan ο οποίος προσπαθεί με κάθε μέσω να εκμεταλλευτεί ανθρώπους και καταστάσεις. Ο Pedro που προσφάτως έχει χάσει την μητέρα του κρατάει στα χέρια του ένα γράμμα για τον φερόμενο ως πλούσιο πατέρα του, κάτι που ελπίζει να του εξασφαλίσει το καλύτερο μέλλον που ονειρεύεται. Ο Juan αντιλαμβάνεται το κέρδος που θα αποκόμιζε αν έκλεβε το γράμμα και χωρίς δισταγμό παρουσιάζεται ως Pedro στον πατέρα του Pedro.

Μόνο που ο πλούσιος πατέρας, Diego, δεν είναι παρά ένας μύθος. Στην Νέα Υόρκη ο Juan θα συναντήσει έναν λαντζιέρη που ζει σε ένα γιαπί. Είναι ένας άνθρωπος πολύ κλειστός και εσωστρεφής, φαίνεται να φυλάει τα χρήματα του ως την τελευταία δραχμή. Πίσω απ' την εσωστρέφεια του κρύβεται ένας άνθρωπος με πολλές πληγές. Ένας άνθρωπος που λανθασμένα εισπράττει ότι έχει αδικηθεί κατάφορα, ρίχνοντας όλες τις ευθύνες της αποτυχίας της προσωπικής του ζωής στην προσφάτως χαμένη μητέρα του Pedro και ξεστομίζοντας τεράστιες βωμολοχίες εναντίον της. Ο Juan παρ' ότι απογοητεύεται απ' την οικονομική στενότητα του Diego θα μείνει μαζί του. Με την ευκαιρία να ανακαλύψει που κρύβει το χρήμα αλλά και την εσωτερική αφανή του δίψα για πατρική στοργή.

Ο Pedro απ' την άλλη για να επιβιώσει πρέπει να μάθει καλά τους νόμους της πιάτσας. Δείχνει πολύ ευαίσθητος για την σκληρότητα των δρόμων. Στην πορεία του θα βρει μια εξαθλιωμένη πόρνη, τη Magda. Αν και οι σχέσεις τους αρχικά είναι αυστηρά κερδοσκοπικές η συνέχεια και το βάρος των γεγονότων θα τους ενώσει. Γιατί όπως δηλώνει ο Zalla όλοι χρειάζονται και έχουν ανάγκη την αγάπη ακόμα και στην πιο αχνή της μορφή. Τώρα ο Pedro τρέφεται απ' τον πόθο του για να γνωρίσει τον πατέρα του και απ' την οργή του για το κακό που του έκανε ο διπρόσωπος Juan.

Ωστόσο η ταινία παραγκωνίζει το αρχικό μεταναστατικό ύφος της. Τόσο ο Juan όσο και ο Pedro δεν φαίνεται να λειτουργούν στο κοινωνικό μεταναστατικό πλαίσιο. Οι πράξεις τους είναι αυστηρές εκφράσεις των συναισθηματικών τους κόσμων και προσπάθειες προσαρμογής στο περιβάλλον. Όπως και ο ρόλος της Magda είναι αστήριχτος και υπάρχει κυρίως για χάρη της δραματουργίας.

Η ταινία θα βασιστεί πάνω στην δίψα των ανθρώπων για ένωση, επικοινωνία, αγάπη. Ο σκληρός εσωστρεφής Diego αλλά και ο ανήθικος Juan θα μαλακώσουν υπό την επίδραση των πατρικών δεσμών. Ενώ και η ένωση του Pedro και της Magda θα απαλύνει την δύσμοιρη ζωή των δρόμων. Επίσης η ταινία θα μαρτυρήσει πως η αλήθεια είναι μακριά από αυτό που πιστεύει ο καθένας. Αυτό που ο Diego εισπράττει ως αδικία και όλα τα δύσοσμα που καταλογίζει στην μητέρα του γιου του καταρρίπτονται, τόσο απ' την άριστη διαπαιδαγώγηση του ευαίσθητου Pedro (στοιχείο του οτι πίσω κρύβεται ένας στοργικός γονιός) όσο και απ' την ύπαρξη του γράμματος που αποκαλύπτει την αλήθεια στο finale της ταινίας.

Ωστόσο η ταινία μάλλον θα αποπροσανατολίσει τον θεατή. Ο εκβιαστικός παραγκωνισμός της κοινωνικής της υπόστασης για αυτόν του δράματος είναι η κύρια αιτία. Όπως και κάποια λάθη στα οποία υποκύπτει ο νεοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης. Για παράδειγμα, η επαναληπτική αναπαραγωγή όμοιων εικόνων, η οποία στερεί την οπτική αλλά και την θεματική δυναμική της ταινίας. Ο Zalla πάντως στην αναπαράσταση του θέματος θα ακολουθήσει την πεπατημένη. Με μαύρα κάδρα και ελαφρώς ξεθωριασμένη φωτογραφία να περιγράφουν τις "πληγωμένες" ζωές των ηρώων. Ενώ η ταινία σκηνοθετικά το μόνο που έχει να παρατάξει είναι ορισμένες μεμονωμένες δυνατές δραματουργικά σκηνές.

Το Πάτερ Ημών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πόθος των ανθρώπων για έναν επίγειο πατέρα. Έναν άνθρωπο υψηλό και έτοιμο να τους βγάλει από την δύσκολη θέση... Μόνο που αυτές οι προσευχές εκτός από ουτοπικές τις περισσότερες φορές είναι και εγωκεντρικά διεφθαρμένες...

Βαθμολογία 5,5/10

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...