Sunday, July 27, 2008

La Zona (Ιδιωτική Ζώνη)


Σκηνοθεσία: Rodrigo Plá
Παραγωγής: Mexico / 2007
Διάρκεια: 97'



Ο Ουρουγουανός Rodrigo Pla (εδώ σε Μεξικάνικη παραγωγή), παρ' ότι μόλις με αυτή την ταινία έκανε το ντεμπούτο του στις μεγάλου μήκους, έχει καταφέρει από νωρίς να αποσπάσει σωρεία τιμητικών διακρίσεων (μερικές από αυτές σε Τορόντο, Βενετία) υποχρεώνοντας μας έτσι να τον συμπεριλάβουμε στην λίστα με τους πιο ελπιδοφόρους δημιουργούς του αύριο.

Η Ιδιωτική Ζώνη είναι ένας περιφραγμένος υλικός παράδεισος όπου κατοικούν οι προνομιούχοι του καπιταλιστικού συστήματος του Μεξικού. Ένα ψηλό τείχος και προηγμένα συστήματα ασφαλείας χωρίζουν τους πλούσιους αστούς, που ζουν αυτόνομα εντός της Ιδιωτικής Ζώνης, από την χαοτική φτώχεια του Μεξικού. Μια ξαφνική νεροποντή θα κατεδαφίσει μέρος του τείχους και τρεις νεαροί δεν θα αφήσουν ανεκμετάλλευτο το "εξ' ουρανού" εισιτήριο. Θα εισβάλουν εντός με ληστρικούς σκοπούς, όμως τα σχέδια τους οδηγούνται σε ένα αιματηρό μακελειό. Δυο εξ' αυτών θα πέσουν νεκροί από τα πυρά των κατοίκων, ενώ προηγουμένως οι ίδιοι έχουν φονεύσει μια πλούσια ηλικιωμένη. Ο τρίτος νεαρός θα κυνηγηθεί κυρίως από την μάζα των κατοίκων που επιθυμεί να (ξανά)πάρει το νόμο στα χέρια της και να διώξει απ' τα χωράφια της την "ενοχλητική" κρατική αστυνομία. Ο νεαρός βρίσκεται παγιδευμένος εντός της Ιδιωτικής Ζώνης με μόνο στήριγμα ένα πλουσιόπαιδο που κρυφά προσφέρει όποια βοήθεια. Και όλα αυτά υπό την έντονη ανησυχία της μητέρας του, που είναι ανίκανη να επέμβει.


Ο Rodrigo Pla κοιτάει τολμηρά και κατάματα την προοπτική ενός πιθανού μέλλοντος απομόνωσης της ευκατάστατης τάξης. Και μέσα από ένα cinema αντιθέσεων θα διατυπώσει ένα εμβριθές πολιτικό σχόλιο για την πάλη των τάξεων. Όμως η επιτυχία του La zona είναι ότι δεν χρησιμοποιεί καρικατούρες ανθρώπων αλλά γνήσιους εκπροσώπους του είδους, οι οποίοι αλλοιώνονται όχι τόσο ατομικά, αλλά ως μέλη ενός ευρύτερου συνόλου, μιας ευρύτερης οντότητας.

Ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει χαρακτηριστικά: "Πρόθεσή μου ήταν να δείξω τη Ζώνη σαν μια οντότητα, που μέσα στην εσωστρέφειά της και την αδυναμία της να αναγνωρίσει τις ίδιες της της αδυναμίες και αντιφάσεις, φυτεύει τους σπόρους της ίδιας της της αυτοκαταστροφής."

Η Ζώνη είναι ένας νέος κόσμος. Με τις δικές του αξίες, τις δικές του ηθικές μα πάνω απ' όλα τα δικά του συμφέροντα. Οι κάτοικοι με τη στάση τους έχουν δημιουργήσει ενα καθεστώς τρομολαγνείας και έχουν αυτοφυλακιστεί σε έναν έκφυλο υλικό κόσμο. Άραγε ποιος παράδεισος έχει σύνορα; Έπειτα, (μέσα από τον φειδωλό και υπαινικτικό διάλογο) διαπιστώνουμε την εκτόπιση της όποιας ηθικής από την σφαίρα των συμφερόντων σε ένα ευρύτερο κλίμα διαφθοράς και ανηθικότητας. Χαρακτηριστικά, μια εκ των κατοίκων μας προϊδεάζει λέγοντας: "τα αδικήματα σβήνονται με το λάδωμα κύριε αστυνόμε". Πάντως, μέσα σε ένα σύνολο ατόμων θα ήταν αδικαιολόγητη η καθολική απουσία "θετικών" ανθρώπων. Μπορεί όμως η καλοσύνη και η όποια αρετή, οι οποίες εμφανίζονται επιλεκτικά, να μακροημερεύσουν σε έναν τέτοιο κόσμο; Ο Rodrigo Pla έχει φυτέψει για τα καλά τον σπόρο της αμφισβήτησης, τονίζοντας το αναπόφευκτο και την δύναμη των κοινωνικών ομάδων να εμφυτεύουν στα μέλη τους κοινής αποδοχής κανόνες, αξίες και στάσεις ζωής, αλλοιώνοντας ή απαλείφοντας κάθε προσωπικό χαρακτηριστικό.


Στην άλλη άκρη βρίσκονται οι φτωχογειτονιές. Η κοινωνική αδικία και η έλλειψη ευκαιριών είναι τα χαρακτηριστικά μιας εξαθλιωτικής ζωής. Το μένος προς τους προνομιούχους του καπιταλιστικού συστήματος θεριεύει. Οι ίδιοι, όσο και αν θα 'θελαν να είναι απειλητικοί, θα είναι πάντα ανίσχυροι στον κόσμο των πλουσίων. Οι συνθήκες κάνουν τους ανθρώπους εχθρικούς. Μήπως τα ταξικά τείχη που χτίζονται από το ρατσισμό εκμηδενίζουν κάθε ανθρώπινη φρόνηση; Όταν ο ταξικός διαχωρισμός έχει επέλθει, ταυτοχρόνως και οι επιλογές έχουν σημαδευτεί...

Ο Rodrigo Pla θα ξεδιπλώσει την ιστορία του ακολουθώντας το ρεύμα που έχει χαράξει ο σύγχρονος Λατινικός κινηματογράφος. Με ταχύτατο μοντάζ, γρήγορη πλοκή, ψυχρή-σκοτεινή φωτογραφία, συγκρατημένα βίαιη απεικόνιση και με την ταινία να βασίζεται στη συλλογική δράση των ηθοποιών, οι ερμηνείες των οποίων όμως εξατομικευμένα κυμαίνονται σε μέτρια επίπεδα. Ακόμα, στα συν της ταινίας και η πυκνογραμμένη αφήγηση του πρώτου μέρους που το μετατρέπει σε ένα καλά κρυπτογραφημένο παζλ. Δυστυχώς, λίγο μετά τα μισά η προαναφερθείσα αφήγηση τερματίζεται ελέω ενός αδικαιολογήτως γενναιόδωρου flash back που ρίχνει άπλετο φως και στην παραμικρή πτυχή της ιστορίας. Ωστόσο, το φινάλε που ακολουθεί "ξεστομίζει" και ολοκληρώνει με άρτιο τρόπο το σχόλιο του σκηνοθέτη, που βασίζεται στις αντιθέσεις των δύο διαφορετικών κόσμων που απαρτίζουν την διαιρεμένη κοινωνία του Μεξικού.


Το La Zona των τόσων βραβεύσεων είναι μια ταινία πρόταση για το καλοκαίρι που διανύουμε. Είναι ενα τολμηρό και αιχμηρό πολιτικό σχόλιο (για γερά στομάχια) πάνω στον πόλεμο των τάξεων και μια φανερή κατακραυγή στον υλικό καπιταλιστικό κόσμο.


Βαθμολογία: 8/10


Mexican trailer

Sunday, July 20, 2008

Juno


Σκηνοθεσία: Jason Reitman
Παραγωγής: USA / Canada / 2007
Διάρκεια: 96'




Juno: Μια εναλλακτική λύση της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ή μια ανυποστήρικτη προπαγάνδα υπέρ του τοκετού; Ο γράφων κλίνει προς την δεύτερη κατεύθυνση. Κάτι που θα προσπαθήσω να εξηγήσω στη συνέχεια.

Η Juno είναι μια δεκαεξάχρονη κοπέλα που κληρονομεί ένα έμβρυο στην κοιλιακή χώρα έπειτα της teenage ύφους συνευρέσεως της με συμμαθητή. Σταδιακά θα απορρίψει την επιλογή της έκτρωσης, και θα επιλέξει να «δωρίσει» το έμβρυο σε ζευγάρι που έχει και την ανάγκη αλλά και την οικονομική δυνατότητα της υιοθεσίας. Σύντομα έρχεται σε επαφή με ένα ζευγάρι από αγγελία του οποίου τα μέλη είναι η Vanessa και ο Mark.


Ωστόσο σε όλο αυτό το οδοιπορικό του το Juno θα δημιουργήσει ερωτήματα που ποτέ δεν θα απαντήσει. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Η ταινία έχει υιοθετήσει μια extremely teenage διάλεκτο, πιέζοντας την φιλαρέσκεια του κατά γενική ομολογία μεγαλύτερου ποσοτικά κοινού της, δηλαδή του εφηβικού. Επίσης στη συνέχεια η ταινία θα πατήσει σε ένα κάρο ευκολιών και ανακριβειών για να φτάσει στον τελικό προορισμό της. Η Juno αποφασίζει να κρατήσει το παιδί, επικαλούμενη το δικαίωμα του για ζωή. Πως είναι δυνατόν όμως εννιά μήνες να κυοφορείς ένα έμβρυο χωρίς το παραμικρό ψυχολογικό δέσιμο; Πως είναι δυνατόν να προφασίζεσαι την ιδανικότερη διαβίωση του μωρού δωρίζοντας το σε ενήλικες οι οποίοι στην πορεία αποδεικνύονται περισσότερο ανήλικοι; Ενώ πως στο τελικό χαπιεντικό κλίμα συνειδητοποίησης της ηρωίδας το θέμα της κηδεμονίας έχει μηδενιστεί; Γιατί επιλέγεται μια ουτοπική οικογένεια ως περιβάλλον του παιδιού; Πως μπορείς να απαλείψεις τον κοινωνικό αντίκτυπο μιας τέτοιας απόφασης; Αυτά είναι λίγα απ’ τα ερωτήματα που γεννάει η ταινία, στο ευρύτερο κλίμα προβοκάτσιας της έκτρωσης.


Και όλα αυτά είναι πιεστικά βδελυρά αν συνειδητοποιήσουμε την έλλειψη βάθους σε οτιδήποτε θίγεται απ’ το σενάριο. Ενώ και κινηματογραφικά δεν παρουσιάζεται κάποιο ενδιαφέρον, πέραν ίσως της σκιτσογραφίας - σκηνογραφίας. Ερμηνευτικά τα πάντα έχουν στηριχτεί πάνω στην Ellen Page, για την οποία πολύς ντόρος έχει γίνει. Κατά τη γνώμη μου απλά ταίριαξε σε έναν αβανταδόρικο ρόλο. Στο μόνο κομμάτι της ταινίας που βρήκα τον εαυτό μου να συμπλέει ήταν το διάχυτο ειρωνικό σχόλιο. Αν και αυτό χαρακτηρίζεται από μια διάθεση χαλιναγώγησης, σε ορισμένα σημεία είναι εξαιρετική η απομυθοποίηση που επιτυγχάνει στον κόσμο των ενηλίκων, στις ερωτικές ασθένειες των εφήβων και στην ανθρώπινη χαζομάρα κατ’ επέκταση.

Μπορεί η επιλογή της έκτρωσης να σημαίνει εξ’ ορισμού την ανευθυνότητα αποδοχής των συνεπειών των πράξεων σου, όμως το Juno είναι ένας γενικότερος ύμνος στην ανευθυνότητα, που ο Jason Reitman ένδυσε σε επιτήδειο κουστούμι.

Βαθμολογία: 4/10


Trailer

In Bruges (Αποστολή στην Μπριζ)


Σκηνοθεσία: Martin McDonagh
Παραγωγής: UK / Belgium / 2008
Διάρκεια: 107'
Official site




Ο νεοεμφανιζόμενος Λονδρέζος Martin McDonagh, έρχεται με τη σειρά του να μας δηλώσει πως η κινηματογραφική Βρετανική σκηνή βρίσκεται σε περίοδο άνθησης Ενώ παράλληλα, με τούτη εδώ την ταινία εκτινάσσει τις προσδοκίες μας για το μέλλον στα ύψη.


Το In Bruges αιωρείται μιας παχιάς ονειρικής ομίχλης που υφαίνει το μυστηριακό του πέπλο. Είναι εξοπλισμένο με μια κοφτερή ειρωνεία και σαρκασμό, γόνος της αρτιότερης παραδοσιακής μαύρης Βρετανικής κωμωδίας. Τέλος, η ευθύβολη ενασχόληση του με υπαρξιακής φύσης ζητήματα, θα ολοκληρώσουν έναν εκ των πιο πετυχημένων συνδυασμών που θα ανταμείψει και τον πιο απαιτητικό θεατή.


Ο Ray (Colin Farrell) και ο Ken (Brendan Gleeson) είναι δυο επαγγελματίες δολοφόνοι. Ένα λάθος του πρώτου, κατόπιν διαταγής του αφεντικού Harry (Ralph Fiennes), τους θέτει σε διακοπές στη Μπριζ μέχρι νεοτέρας. Εκεί θα περιπλανηθούν στα φυσικού κάλλους σοκάκια της πόλης και θα περιηγηθούν στα αξιοθέατα της κατόπιν της πιεστικής καθοδήγησης του Ken, ενώ ο Ray πασχίζει να φτιάξει μια προσωπική ζωή για να σβήσει τις ενοχικές μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος. Στα πλαίσια αυτής της τάσης του Ray, σύντομα ο θεατής θα γνωρίσει νέα πρόσωπα, όπως νάνους, Καναδούς, μικροαπατεώνες, και μικροαπατεώνισες που θα αποτελέσουν και τον υποστηρικτικό κορμό της ταινίας μέχρι η άφιξη του Harry στην Μπριζ να πυροκροτήσει νέες εξελίξεις.


Στη φόρμα του ο Martin McDonagh θα καταλύσει κάθε ακαδημαϊσμό. Θα κινηματογραφήσει την ταινία του με ένα σωρό ακανόνιστων λήψεων, κινούμενων πλάνων και ελαφρώς παραμορφωμένων φακών που συνθέτουν τα κινηματογραφικά κάδρα της ταινίας. Κάδρα που στοχεύουν στην ατέλεια, προσπαθώντας να καταδείξουν τη μη προσπελάσιμη φύση του εσωτερικού του ανθρώπου. Οι αξίες και οι ηθικές είναι εκ του κόσμου ανήθικα επιβεβλημένες. Και τα υποκείμενα βάση αυτών των αξιών εξαπολύουν δίχως σταματημό αναίτιες και ανυπόστατες κριτικές προς τον απέναντι τους. Κριτικές που υπακούν σε εμφυτευμένους κανόνες που ποτέ δεν μπορούν να προσεγγίσουν το βάθος της ουσίας. Έτσι μέσω καυστικότατων διαλόγων, ο σκηνοθέτης θα χλευάσει τα άνευ συνείδησης υποκείμενα του, αλλά και τις ίδιες τις αξίες που επιβάλλονται απ' το πρόσφορο ανθρώπινο έδαφος. Ανάμεσα στα δολοφονικά πυρά αυτής της ειρωνείας θα βρεθεί ο θεσμοθετημένος καθορισμός Κόλασης και Παραδείσου εκ της εκκλησίας, οι αξίες των γκάνγκστερ (σε ένα ευφυέστατο φινάλε) καθώς και οι εξατομικευμένες κρίσεις όλων των ηρώων.


Η εξαίσια αυτή φόρμα, συνδυασμένη με ένα αριστοτεχνικό soundtrack μας οδηγεί σε κάτι περισσότερο απ' τα μισά της ταινίας. Όπου έρχεται και το πρώτο twist. O Ken θα παραμερίσει τις πλαστές αξίες, και θα δώσει το τιμόνι στον εσωτερικό του κόσμο. Κάτι που θα προκαλέσει το μένος του Harry που θα κυνηγήσει και τους δύο βασικούς ήρωες στην "παραμυθένια" Μπριζ. Μόνο που οι τοποθεσίες δεν είναι "παραμυθένιες" ανεξάρτητα και αυτόνομα της υποκειμενικής ψυχικής διάθεσης του ατόμου. Και αν για αυτούς που τους συνδέει με την χαμένη παιδική αθωότητα τους μοιάζει με Παράδεισο, για τον Ray δεν είναι έτσι. Για τον Ray είναι η Κόλαση η ίδια... Είναι ο τόπος εξορίας του, που τον αποστρέφει από τις ευθύνες του, και επιτρέπει τις εφιαλτικές ενοχές να τον αγκαλιάζουν όλο και σφιχτότερα. Αυτή είναι η γαμημένη Μπριζ του πρωταγωνιστή, αυτή είναι η αιώνια Κόλαση. Όπου τίποτα και κανείς δεν μπορεί να απαλύνει τον ψυχικό εφιάλτη. Εκεί θα βρούμε το λυτρωτικό φινάλε, παρά την φορτωμένη φορεσιά του, που θα χαρίσει ένα βαθύ αίσθημα κάθαρσης.


Το In Bruges ανήκει στις πολύ δυνατές ταινίες της χρονιάς, απ' αυτές που δεν αξίζει να χάσετε! Ο Martin McDonagh βάζει υποθήκες για ένα λαμπρό μέλλον, ενώ το πρωταγωνιστικό τρίο Brendan Gleeson, Colin Farrell, Ralph Fiennes, όπου επικρατεί αξιοθαύμαστη χημεία, παραδίδει σεμινάρια υποκριτικής.


Βαθμολογία: 8,5/10


Trailer

Saturday, July 12, 2008

The Bank Job


Σκηνοθεσία: Roger Donaldson
Παραγωγής: England / 2008
Διάρκεια: 111'




Ο Roger Donaldson μετά το Recruit θα επανεπιχειρήσει τις δυνάμεις του σε μια αστυνομικού τύπου ταινία. Η ιστορία του δίνει μεγάλο θεματικό άνοιγμα για την υπονόμευση της διεστραμμένης, διεφθαρμένης πολιτικής και των λοιπών φυσικών προσώπων της εξουσίας. Τελικώς όμως η ταινία, δυστυχώς για μας, δείχνει να αναλώνεται περισσότερο σε ένα σινεμά ψυχαγωγίας.


Η ιστορία λοιπόν είναι βασισμένη στα πραγματικά γεγονότα, τα οποία αποκρύπτονταν επί τριακονταετίας, μιας εκ των μεγαλύτερων ληστειών που διεπράχθησαν ποτέ. Συγκεκριμένα μεταφερόμαστε στο Λονδίνο της δεκαετίας του '70. Όπου μια μυστική κυβερνητική οργάνωση με μεσολαβητή την δύσμοιρη Saffron Burrows, σε ατυχή ενσάρκωση της femme fatale, αναλαμβάνει να πείσει μια ομάδα μικροαπατεώνων να διαπράξουν μια τεράστια ληστεία εις βάρος τραπεζικών θυρίδων Το ζητούμενο της μυστικής οργάνωσης είναι το νούμερο 118. Όπως σύντομα ανακαλύπτεται τεράστιο μέρος των θυρίδων περιέχει απόρρητα περιεχόμενα πορνογραφικού και διαστροφικού περιεχομένου που βαραίνουν κυρίως τις πλάτες της υψηλά ιστάμενης τάξης, ανάμεσα στην οποία αν φέρεται και η βασιλική οικογένεια. Η ληστεία ως πράξη αυτή καθ' αυτή περνάει σε δεύτερη μοίρα, παρά την απώλεια αντικειμένων και χρημάτων υπέρογκης οικονομικής αξίας, και οι αδικοπράχτες βρίσκονται πολιορκημένοι από κάθε λογής εξουσιαστικό κλιμάκιο(υπουργούς, βασιλική οικογένεια, αστυνομία, μυστικές οργανώσεις).


Μοναδικός σκοπός των διωκτών είναι να διατηρήσουν στην αφάνεια την όχι και τόσο διαφανή προσωπική ζωή τους! Έτσι μέσα σε αυτό το νοσηρά διεφθαρμένο κλίμα οι μικροαπατεώνες, που με τόσο πολύτιμα στοιχεία στην κατοχή τους διασφαλίζουν τη σωτηρία τους, φαντάζουν ως μοναδικό ηθικό αποκούμπι.

Και αν η ταινία μοιάζει ως μια ιδανική αφορμή για μια δριμύτατη κοινωνική καταγγελία, στα πλαίσια ταινιών κοινωνικού ρεαλισμού που μας έχει συνηθίσει το Ηνωμένο Βασίλειο, τίποτα δεν συνηγορεί προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Roger Donaldson θα κινηματογραφήσει στην επιφάνεια το θέμα του. Αδιάφορες ερμηνείες, υπερβολική ανάταση των ηρώων, λιωμένες εξυπνακίστικες ατάκες, ταχύτατο μοντάζ, τεχνικές γωνίες λήψεις είναι τα κυρία συστατικά που συνθέτουν το σκηνοθετικό μοτίβο που εξασφαλίζει έναν γρήγορο ρυθμό. Το θέμα όμως αντιμετωπίζεται επιφανειακά, ενώ τέλος επιστρατεύονται και αναίτια κλισέ ρομαντικού χαρακτήρα στα πλαίσια του κυνηγιού θεατών.


Αν και ασφαλώς η ταινία θα βρει το κοινό της, ίσως και ποσοτικά μεγάλο, τελικώς αποτυγχάνει μιας βαθύτερης κινηματογραφικής εστίασης στην πολύ ενδιαφέρουσα θεματολογία, η οποία καλείται μόνη της να επιφέρει τον επιθυμητό προβληματισμό!


Βαθμολογία: 4/10


Trailer

Mamma Mia!


Σκηνοθεσία: Phyllida Lloyd
Παραγωγής: UK / USA / 2008
Διάρκεια: 108'




Πολυδιαφημισμένη ταινία, που με τα γυρίσματα στη χώρα μας, καπηλεύεται την προδιάθεση συμπάθειας του συντηρητικού κοινού. Τελικά δεν πρόκειται παρά για μια άχαρη ταινία που κρύβεται πίσω από τη χρυσοσκονική της επικάλυψη.

Η Phyllida Lloyd θα γυρίσει το διάσημο θεατρικό στο σινεμά με τις σκηνές πειθήνια και απαρέγκλιτα τοποθετημένες στα καρούλια των μουσικών-στίχων των ABBA. Κάτι σαν video-clip που κομματιάζει όποια συνδεσμολογία μπορούσε θεωρητικά να επιτευχθεί, μετατρέποντας έτσι τα δρώμενα σε ένα ανούσιο χαρακτηρολόγημα. Προσωπικά, αν και μη λάτρης των ABBA, θα προτιμούσα μια πιο κινηματογραφική βιογραφία του συγκροτήματος που θα ήταν ασφαλέστερα πιο «τίμια» απ’ το συγκεκριμένο μουσικοχορευτικό πανηγύρι.


Στα θετικά της ταινίας η πάντα αξιοπρόσεκτη Meryl Streep, σε αντίθεση με την πενιχρή-τραγική ερμηνεία του Pierce Brosnan. Ενώ το υπόλοιπο cast κυμαίνεται στην μετριότητα, έχοντας όμως την υποστήριξη της Phyllida Lloyd που τους συγκαλύπτει με τα μακρινά της πλάνα. Οι σκηνές γενικότερα είναι κινηματογραφημένες από μακριά και, με εξαίρεση τις χαοτικές παραστάσεις των μουσικοχορευτικών, αφήνουν συνεχώς την αίσθηση πως τα πάντα είναι στιβαρά σχεδιασμένα. Αποπνέουν επίσης μια ευρύτερα δεξιά φιλοσοφία, παρά την υποτιθέμενη μορφή των hippys που προβλεπόταν να στοιχειώσει το πανί!

Βαθμολογία: 3/10


Greek trailer

Monday, July 07, 2008

Summer Screening 10/7/08

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΡΙΝΗ ΠΡΟΒΟΛΗ!

Συνεχίζοντας την παράδοση του κινημ/φου "Ιντεάλ"
κλείνουμε τη σεζόν με:

Η Κινηματογραφική Ομάδα του Ο.Π.Α.
σας προσκαλεί στην προβολή της ταινίας
"Le Grand Bleu"
(1988, Luc Besson, "Απέραντο Γαλάζιο")
την Πέμπτη 10/7/08 στις 21:00
στο προαύλιο της ΑΣΟΕΕ (Πατησίων 76).

Είσοδος ελεύθερη.


AUEB Film Club
invites you to the screening of
"Le Grand Bleu"
(1988, Luc Besson, "The Big Blue")
on Thursday 10/7/08 at 21:00
at central building's front yard (76, Patission Str.).

Free entrance.

Film will be screened in its original languages,
mostly English, some French, some Italian,
with Greek subtitles.





Opening titles (as amazing as the film)



US trailer (or how to destroy a great film with a shitty trailer)

Thursday, July 03, 2008

Rear Window (Σιωπηλός Μάρτυρας)

kioy posted:


Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock
Παραγωγής: Usa / 1954
Διάρκεια: 112'




Τι να πει κανείς για το Rear Window; Πρόκειται για έναν εκ των στυλοβάτων σε όλη την ιστορία του cinema, γεμάτο από την αριστουργηματική μαεστρία του Alfred Hitchcock!

Ο James Stewart είναι ένας ριψοκίνδυνος φωτορεπόρτερ που βρίσκεται καρφωμένος στην σπιτική πολυθρόνα έχοντας εργασιακό απόκτημα ένα πόδι στο γύψο. Σύντομα θα παραδοθεί ολοσχερώς στις έμφυτης υφής ανθρώπινες ηδονοβλεπτικές τάσεις, παρακολουθώντας τα δρώμενα κάθε πιθαμής μιας αντιπροσωπευτικής γειτονιάς, δίνοντας περιεχόμενο(!) στην αδρανή καθημερινότητα του. Σύντομα οι παρατηρήσεις θα τον οδηγήσουν στην υποψία ενός γείτονα για τον αποτρόπαιο φόνο της γυναίκας του, και με ζήλο θα προσπαθήσει να εξιχνιάσει την υπόθεση. Η Grace Kelly έχει το ρόλο της όμορφης ντιβικών καταβολών μνηστής και η Thelma Ritter είναι μια μητρικού τύπου νοσοκόμα. Και οι δύο παρά την αντίθετη αρχική στάση τους θα συμμετάσχουν ενεργά και παρομοίως σε αυτόν τον "ανήθικο" κόσμο του Stewart.


Μόνο που σε αυτόν τον ιδιόρρυθμο μάρτυρα ο Stewart δεν είναι ο παραδοσιακός κινηματογραφικός ήρωας. Είναι η Χιτσκοκική μετενσάρκωση του ηδονιζόμενου θεατή. Του θεατή είτε της οικείας προς εμάς σκοτεινής αίθουσας, είτε μιας θεατρικής παράστασης, είτε οποιασδήποτε άλλης οπτικοακουστικής προβολής. Και αυτό γίνεται περισσότερο από ευδιάκριτο τόσο από τις νόρμες και τις φόρμες που ακολουθεί ο Βρετανός σκηνοθέτης όσο και από τα σεναριακά "συμπτώματα" που περιγράφουν την μορφή του πρωταγωνιστή και όχι μόνο.

Συγκεκριμένα ο Stewart μέσα από μια σειρά γειτονικών παραθύρων θα μπορούσαμε να πούμε πως βρίσκεται σε μια διαδικασία "επιλογής" έργου. Η τραυματισμένη φύση του τον καθιστά αδύναμο να επέμβει σε όσα παρακολουθεί ενώ τα ερεθίσματα που αποτυπώνουν οι οπτικές παραστάσεις είναι περισσότερο από έκδηλα στις εκφραστικότατες αντιδράσεις του. Με χαρακτηριστικότερη εκείνη, την μέγιστη (σινε)θεατική συναισθηματική φόρτιση, καθώς η ζωή της μνηστής του απειλείται. Ακόμα η συμμετοχή των δεύτερων προσώπων στην εγγενή κατασκοπική διαδικασία δεν είναι παρά μια δήλωση της ομαδικής απήχησης ενός έργου. Άραγε οι πρώιμες υποψίες του Stewart είναι μια παρομοίωση θεατή με κριτικού ή οι υπερβάλλουσες τεχνητές ανάγκες της ηδονοβλεπτικής διαδικασίας; Η απάντηση υπάρχει στο ξεκάθαρο Χιτσκοκικό φινάλε. Έτσι η ταύτιση του θεατή με τον Stewart είναι απτή με τον πρώτο εγκλωβισμένο στην θέαση αυτού του αριστουργήματος απλά να επιβεβαιώνει το στοχασμό του Hitchcock.


Ακόμα πιο πασιφανής όμως γίνεται η προαναφερθείσα ταύτιση θεατή και ήρωα δεδομένης της φόρμας της ταινίας. Ότι παρακολουθούμε είναι, επί το πλείστον, η υποκειμενική ματιά του ήρωα. Τα κάδρα και οι σκηνές αφηγώνται στην πλειοψηφία με ένα τριαδικό τέχνασμα. Σε πρώτο χρονικό επίπεδο το κάδρο εμπεριέχει τον ήρωα, εν συνεχεία ακολουθεί μια γενική γωνία λήψης του οπτικού του πεδίου και εν τέλη η μπομπίνα καταγράφει τις αντιδράσεις του, κλείνοντας έτσι τον κύκλο της θεατικής εμπειρίας. Γενικότερα η σκηνοθετική επιμέλεια χρήζει μιας ευρύτερης ανάλυσης και ενός εκτενέστερου επαίνου. Μια σκηνοθετική επιμέλεια που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε και πειραματική. Ο Hitchcock, που αρεσκόταν σε κάθε είδους πειραματισμούς πάντα ταγμένους στην ουσία του θέματος, εδώ δοκιμάζει μακρά τζενεράλε στατικά πλάνα, περίτεχνες και αρμονικά εναλλασσόμενες γωνίες λήψης, και άπταιστα εικαστικά πλάνα μέσω ιδιόρρυθμων φακών που περατώνονται χάρις και της καταλυτικής φωτογραφία του Robert Burks.


Ωστόσο ο Χίτσκοκ δεν αρκείται απλά στην ταύτιση ήρωα-θεατή και θα εξαπολύσει και έναν πολυάριθμο σωρό υψηλών νοηματικών δηλώσεων. Η αμφισβήτηση του γάμου αλλά και της εγγενούς γυναικείας φύσης είναι περισσότερο από απτή και τεκμηριώνεται στα διαπροσωπικά καυγαδάκια των πρωταγωνιστών καθώς και στις γενικότερες ατασθαλίες των παρακολουθόμενων έγγαμων γειτόνων. Μια λυπηρή σονάτα ακούγεται και για την μοναξιά, ενώ θίγεται και η ολοένα αυξανόμενη απομάκρυνση των γειτόνων μέσω ενός περίτεχνου σεναριακά μονολόγου που απαγγέλλει μια από τις γειτόνισσες σε ύφος τραγωδίας. Αυτά είναι μόνο λίγα στοιχεία από τα οποία θα γνωρίσει ο θεατής κατά τη διάρκεια της σινεθεατικής εμπειρίας.


Τα δεύτερα πρόσωπα Grace Kelly, Thelma Ritter εκτός απ' τον σκοπό της νοηματικής τελειοποίησης επαναπροσδιορίζουν και την μορφή της ταινίας. Ο σκηνοθέτης ούτε σε αυτή την δημιουργεία δεν θα παραμελήσει το ψυχαγωγικό κομμάτι. Η Thelma Ritter θα αποτελέσει πηγή αξιομνημόνευτων κωμικών ατάκων ενώ η Grace Kelly με την διάχυτη ομορφιά της θα σταθεί ικανή να αποπλανήσει τα αντρικά βλέμματα. Τέλος η Χιτσκοκική διαχείριση του κλείσιμου της ταινίας με μια μινιμαλιστική ατμόσφαιρα θρίλερ δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλα κατ' εξοχήν θρίλερ του δημιουργού. Τέλος, το φινάλε εμπεριέχει την συνήθη συναισθηματική ικανοποίηση, ωστόσο αφήνει και ένα ανοιχτό παράθυρο προβληματισμού στον πιο απαιτητικό θεατή.

Το Rear Window είναι μια ταινία που αν δεν έχετε δει πρέπει να το πράξετε άμεσα. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό πόνημα που σε εγκλωβίζει με την καλλιτεχνική του ευρωστία, την νοηματική πληρότητα και την πολυεπίπεδη δομή του.

Βαθμολογία: 9,5/10



s_dany added:

1968 US re-release trailer



"How I Ruined Hitchcock's Rear Window in Just Under 2 Minutes (or how narration or dialogue can destroy an already powerful visual scene)"

Malos Hábitos (Κακές Συνήθειες)


Σκηνοθεσία: Simón Bross
Παραγωγής: Mexico / 2007
Διάρκεια: 103'




Ο Μεξικανός Simón Bross με αυτές τις δυσκολερμήνευτες Κακές (διατροφικές) Συνήθειες κάνει ένα ηχηρό ντεμπούτο στον χώρο της σκηνοθεσίας. Μέχρι πρότινος κατείχε υψηλή εκτίμηση στον χώρο της διαφήμισης, όμως με αυτή την ταινία ανοίγει την πόρτα για κάτι πολύ σπουδαιότερο. Συνηγορώντας και αυτός στο γενικότερο ακμάζον κινηματογραφικό κλίμα της Λατινικής Αμερικής.

Η αφήγηση θα εξιστορήσει εξατομικευμένα τις ζωές τεσσάρων διαφορετικών προσώπων. Αυτές της μητέρας του πατέρα και της δεκάχρονης κόρης μιας τριμελούς οικογένειας καθώς και την ζωή μιας νεαρής καλόγριας που ακούει στο όνομα Ματίλντε. Ζωές που σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό ενέχουν κοινά σημεία και συνυπάρχουν.


Η μητέρα έχει ως πρότυπο τα ανορεκτικά τηλεοπτικά μοντέλα. Εμείς θα την παρακολουθήσουμε μέσα από την έκδηλη ειρωνεία του σκηνοθέτη στις λυσσαλέες προσπάθειες της για να χάσει τα ελάχιστα γραμμάρια που έχουν απομείνει στο σκελετωμένο της κορμί. Η κόρη είναι ένας παιδικός οχετός. Καταβροχθίζει οτιδήποτε παχυντικό καταναλώνεται δίχως στοιχειώδη αυτοέλεγχο και αυτοσυγκράτηση. Θα βιώσει ως το ύστατο στάδιο την μητρική απόρριψη η οποία με κάθε τρόπο, παράλογο ή μη, προσπαθεί να της επιβάλλει το δικό της τρόπο ζωής. Οι ούτως ή άλλως ασθενείς αντιστάσεις της κόρης κάμπτονται ενώ η βουλιμία ενισχύεται ως συστατικό αντίστασης. Ο πατέρας από την άλλη είναι ένας πανεπιστημιακός ο οποίος μοιάζει απλός παρατηρητής στην δομή της προβληματικής οικογένειας. Είναι χαρακτηριστική η απάθεια με την οποία αποδέχεται την κατάσταση ενώ θα αναζητήσει την όποια χαρά σε μια εξωσυζυγική σχέση με μια ευτραφή φοιτήτρια του. Τέλος η Ματίλντε, μια συμπαθής και υπερευαίσθητη καλόγρια(σε αντίθεση με τις υπόλοιπες), με το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης ανεπτυγμένο σε νοσηρά επίπεδα και σε συνδυασμό τις υπερθρησκόληπτες εμμονές της, θα οδηγηθεί στην παράνοια μιας εκτενούς τροφικής αποχής με την πεποίθηση πως έτσι θα σώσει τον κόσμο.


Οποιαδήποτε προσπάθεια νοηματικής ενοποίησης της ταινίας μάλλον θα καταστεί ανέφικτη. Ο Simon Bross θα καταλύσει ολοκληρωτικά την έννοια της σεκάνς και θα αποδώσει την ιστορία του με μια παράλληλη αφήγηση που αποτελείται από αυτόνομες και σύντομες σκηνές που περικλείουν συγκεκριμένες χρονικές στιγμές της ζωής των εκάστοτε ηρώων. Αν και αυτή η άναρχη ξεδίπλωση της ιστορίας ελοχεύει σοβαρούς κινδύνους νοηματικής αποσυγκρότησης, ο Μεξικανός σκηνοθέτης θα καταφέρει να ενοποιήσει τις σκηνές του χρησιμοποιώντας μια κοινή ανθρώπινη ανάγκη, το φαγητό. Έτσι οι διατροφικές συνήθειες των ηρώων είναι αυτές που πυροκροτούν και γεφυρώνουν τις σε μεγάλο βαθμό αγεφύρωτες ζωές των πρωταγωνιστών. Ένα εγχείρημα που αρχικά χάρις την καινοτόμα μορφή του αποκτά τεράστιο ενδιαφέρον ωστόσο κατόπιν της συστηματικής επανάληψης αποδεικνύεται μάλλον ασθενή για να στεγάσει τις πολυάριθμες αυτόνομες θεματικές ενότητες.


Η ταινία αν και χαρακτηρίζεται από μια γραμμική χρονική αλληλουχία δεν έχει ως αυτοσκοπό την αφήγηση μιας ενιαίας ιστορίας. Θα λέγαμε πως οι άπταιστου εικαστικού κάλλους σκηνές αποτελούν απλά οχήματα ανώτερων νοηματικά δηλώσεων. Οι ζωές της δραματουργικά εκμεταλλευόμενης Ματίλντε (την οποία υποδύεται η Ximena Ayala) και της τριμελούς οικογένειας είναι φιλτραρισμένες με μια υποδόρια και σκοτεινή ειρωνεία, και θα αποτελέσουν το στέγαστρο μιας ευρείας ζώνης νοημάτων. Νοήματα όπως η έλλειψη αυτοελέγχου, η απάθεια, η λαιμαργία, ο ψυχοπληγικά υπερβάλλον ζήλος, ο άδικος πλούτος του Δυτικού κόσμου, ο θάνατος είναι μερικά από αυτά. Ωστόσο αν και η εικονοπλαστική προσέγγιση αυτών των νοημάτων είναι χαρισματική, πολύ εύκολα κάποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει την ταινία για εύκολες δραματουργικά επιλογές καθώς και για μια πιεστική προσπάθεια στην σύμπτυξη μεγάλων ιδεών.


Εικαστικά λοιπόν η ταινία αδιαμφισβήτητα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Οι σκηνές απεικονίζονται με ένα ντεκουπάζ πολλαπλών και εντυπωσιακών γωνιών λήψης, μια λυρική κυκλική κίνηση στην κάμερα συνοδευόμενες με μια μελαγχολική μουντή φωτογραφία και ένα υποβλητικό και καλαίσθητο soundtrack. Ωστόσο αν ξεπεράσουμε τον πρώιμο εντυπωσιασμό θα διακρίνουμε πως όλα όσα προαναφέραμε λειτουργούν με διττό τρόπο. Πέραν λοιπόν της κινηματογραφικής καινοτομίας και της αψεγάδιαστης εικόνας θα ήμασταν αφελής αν δε διακρίναμε το υπερβολικό της χρήσης της μουσικής αλλά και ένα ναρκιστικό ύφος στον τρόπο ανάπτυξης της ταινίας που συνδυαστικά καταδεικνύουν μια υπερβολικά φορμαλιστική σκηνοθετική άποψη.

Το Malos Habitos θα κλείσει με ένα αμφιμονοσήμαντο φινάλε. Το οποίο δεν επιβραβεύει τον θεατή ούτε ηθικά, ούτε νοηματικά αλλά θα τον θέσει σε έναν ουσιαστικότερο και βαθύτερο προβληματισμό για τις σύγχρονες συνήθειες του Δυτικού κόσμου. Νομίζω πως η ταινία στο σύνολο της αποτελεί μια αξιοπρόσεκτη δουλειά, κυρίως από αισθητική άποψη, που δικαίως θα μας επιστήσει την προσοχή για το σκηνοθετικό μέλλον του Simon Bross. Τα ερωτήματα γεννούνται και μαζί τους γεννάται η ανάγκη μιας εκτενέστερης αποδόμησης του Malos Habitos.

Βαθμολογία: 7/10


Mexican trailer

Tuesday, July 01, 2008

Summer Screening 4/7/08

panchamp posted:

OI ΘΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ!


Η Κινηματογραφική Ομάδα του Ο.Π.Α.
σας προσκαλεί στην προβολή της ταινίας
"Bitter Moon"
(1992, Roman Polanski, "Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα")
την Παρασκευή 4/7/08 στις 21:00
στο προαύλιο της ΑΣΟΕΕ (Πατησίων 76).

Είσοδος ελεύθερη.



AUEB Film Club
invites you to the screening of
"Bitter Moon"
(1992, Roman Polanski)
on Friday 4/7/08 at 21:00
at central building's front yard (76, Patission Str.).

Free entrance.

Film will be screened in English, its original language,
with Greek subtitles.





Trailer


Δείκτης Καταλληλότητας: =>
s_dany's Δείκτης Καταλληλότητας:




s_dany added:



"Lovers never know...
...when to quit"





Ενδιαφέροντα trivia

- από το Imdb:


  • The movie is based upon Pascal Bruckner's 1981 novel "Lunes de Fiel"

  • Original titie "Lunes de Fiel" is a pun on "Lunes de miel", the French word for "honeymoon". "Lunes de Fiel" literally means "poison moon".

    Peter Coyote, Hugh Grant and Roman Polanski on set

  • James Woods was cast in the Peter Coyote part but dropped out.


    - και από το http://www.petercoyote.com/bittermoon.html :

  • Kristin Scott-Thomas was also named "Fiona" in "Four Weddings and a Funeral".

    (check the flag!)

  • When the film came to London, Hugh Grant instructed his parents not to see it. He said his parents don't like rude things.


  • Polanski is a personal friend of Vangelis and asked him to write the score to Bitter Moon.



  • Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...