Sunday, May 31, 2009

Nära livet (Στο Κατώφλι της Ζωής)


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman
Παραγωγή: Sweden / 1958
Διάρκεια: 84'




Υπάρχουν μερικοί δημιουργοί που είναι απλά χαρισματικοί. Ένας από αυτούς ήταν και ο Bergman. Το χάρισμα του δεν έγκειται στο αυστηρότερο κριτήριο της Τέχνης, δηλαδή να παραδίδει απλά αγέραστες ταινίες. Αλλά στο να βγαίνει αλώβητος από την εξής αντίθεση: Να κάνει ταινίες με σημείο αναφοράς μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (στην προκειμένη Σουηδία του 1958), όπου το κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο είναι βασικός στυλοβάτης της δραματουργίας, και ταυτόχρονα να υπερβαίνει την δεδομένη χρονικότητα. Και να δίνει στο χρόνο μια απειροστή διάσταση μέσα από τις βαθύτερες έννοιες που συγκρούονται με τις στιγμιαίες εξωτερικές εκφράσεις της δεδομένης "εποχής".


Το "Κατώφλι της Ζωής" έχει γυριστεί αποκλειστικά στους περιορισμένους χώρους μιας μαιευτικής κλινικής. Και όσο και αν ακούγεται παράλογο, ο χώρος δεν είναι το πρόσχημα για την αυτή καθ' αυτή εξύμνηση της ζωής. Ο αγαπημένος Σουηδός δημιουργός κοιτάει βαθύτερα τη στιγμή της γέννησης, παρατηρώντας εξονυχιστικά το σύμπλεγμα συναισθημάτων και σκέψεων που κατακλύζουν τις μέλλουσες μητέρες.

Πολλοί ισχυρίστηκαν, με δεδομένο το περιορισμένο των filmικών χώρων, πως έχουμε να κάνουμε με μια ταινία περισσότερο θεατρική. Όμως η κάμερα στα χέρια του Bergman, έχει αμιγώς κινηματογραφική ουσία. Με τη θέση λήψης να παράγει διαρκώς κινηματογραφικά κάδρα, που δίνουν και μια διαφορετική οπτική στην θεματική της ταινίας. Υπό την έννοια αυτή, θα έλεγα πως το Nära livet είναι κινηματογραφικότατο!


Η πρώτη μητέρα αποβάλλει βίαια. Όσο και αν ακούγεται παράξενο, πρόκειται, σε πρώτο επίπεδο, για μια στιγμή συνειδητοποίησης, και έπειτα για ένα σημείο λύτρωσης. Για ένα παιδί δεν αρκεί το μητρικό του γάλα. Τρέφεται με την αγάπη των γονέων του. Ένα παιδί, είναι καταδικασμένο, τουλάχιστον στο αρχικό στάδιο, να πλαστεί κατ' εικόνα των κηδεμόνων του. Ποια θα είναι όμως αυτή η εικόνα, όταν το ζεύγος έχει αποσυντεθεί πλήρως σε έναν καθρέφτη αποξένωσης; Όταν το ζεύγος δε συνυπάρχει, αλλά απλά υπάρχει;

Η δεύτερη μητέρα βλέπει τη γέννηση του γιου της ως στιγμή ύψιστης ευτυχίας. Είναι άραγε η ευτυχία και η δυστυχία κάτι τόσο ρευστό; Και κάτι τόσο αυστηρά συνδεδεμένο με τις εκφάνσεις της στιγμής; Για τη μητέρα αυτή, η έλευση του γιου της είναι μαι στιγμή ολοκλήρωσης. Όχι εσωτερικής, αλλά εξωτερικής ολοκλήρωσης. Η γυαλιστερή επίστρωση στο κοσμικό προφίλ της.


Η τρίτη μέλλουσα μητέρα, είναι μια γυναίκα που φέρει στους κόλπους της ένα εξώγαμο παιδί. Το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής καθρεφτίζεται αυτολεξή πάνω της. Οι αντιλήψεις των γύρω της, η αποστροφή, και η αδιαφορία του πατέρα, την καθιστούν σε μειονεκτική θέση, σε ένα σύνολο που ακόμα και αν την αποδεχτεί, θα της έχει περάσει πρωτίστως την κουδούνα στο λαιμό. Δεν είναι η αποστροφή της για τα παιδιά που καθιστά την κυοφορία ανεπιθύμητη. Είναι η ευθύνη και μόνο η ευθύνη. Αφού, όπως αποδεικνύεται αναζητά απλά εκείνο το πρόσφορο έδαφος, που θα της επιτρέψει να βλαστήσει.

Όλα αυτά ενώ οδηγούμαστε σε ένα λυρικό φινάλε. Ο ουμανιστής Bergman θα δώσει στον κάθε ήρωα αυτό που του αξίζει. Κλείνοντας την πόρτα του μαιευτηρίου σε ένα καθαρτήριο πλάνο. Και τρυπώντας την ασφυξία των στενών χώρων, των στενών ιδεών, των στενών εξατομικεύσεων, με την απεραντοσύνη του ελεύθερου αέρα.


Βαθμολογία: 8/10

Thursday, May 28, 2009

Mes stars et moi (Οι Γυναίκες των Ονείρων μου)


Σκηνοθεσία: Laetitia Colombani
Παραγωγής: France / 2008
Διάρκεια: 88'





Η Laetitia Colombani κάνει μια ανάλαφρη κωμωδία, με καυστική σημειολογία στην αλυσιδωτή σχέση θαυμαστή-star system. Το πραγματικοφανές της profile σταδιακά κατεδαφίζεται, καθώς η δημιουργός αποφασίζει να ενδώσει στον ποθητό και εύπεπτο ""ρομαντισμό"" (σε πολλά εισαγωγικά, μπας και δεν αμαυρωθεί η λέξη) της mainstream αγοράς.


Κεραυνοβολημένος με το star system, o Kad Merad, τον οποίο είδαμε στο επίσης αδιάφορο Paris36, αναλαμβάνει την δουλειά καθαριστή στο γραφείο ενός μεγάλου ατζέντη, ούτως ώστε να βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τις αγαπημένες του "θεατρίνες". Μόνο που δεν του αρκούν οι απόμακρες σχέσεις, τις πολιορκεί διαρκώς, και παρά τις αγνές προθέσεις του, γίνεται ένα ενοχλητικό τσιμπούρι στη ζωή τους. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν οι τρεις αγαπημένες του star αποφασίζουν να βγουν απ' το γυαλί και να ανακατέψουν λίγο την, ούτως ή άλλως, μπερδεμένη προσωπική ζωή του. Και μέσα από μια σειρά ανατρεπτικών εξελίξεων ο Kad Merad, αντιμέτωπος με την απειλή του οριστικού χαμού κόρης και γυναίκας, διδάσκεται πως είναι εύκολο να αγαπάει κανείς μια μακρινή εικόνα ή μια καλογυαλισμένη φαντασίωση. Το δύσκολο είναι να αγαπάει κανείς ένα οικείο πρόσωπο...


Το "Mes stars et moi" ενίοτε είναι μια διασκεδαστική κωμμωδία και ενίοτε μια ακατάσχετη φλυαρολογία. Ακαδημαϊκά τυπωμένο και αβαρή σαν πούπουλο, υποκύπτει στις ευκολίες του είδους. Με έναν μη αμφισβητήσιμο ρεαλισμό στην ουσία και έναν μη αμφισβητήσιμο λαϊκισμό στην αποτύπωση. Αν τίποτα απ' τα παραπάνω δεν σου ακούγεται αποτρεπτικό, τότε σου υπόσχεται ένα απολαυστικό 90λεπτό.


Βαθμολογία: 3,5/10

Jas sum od Titov Veles (Γεννήθηκα στο Τίτο Βέλες)


Σκηνοθεσία: Teona Strugar Mitevska
Παραγωγής: Republic of Macedonia / Slovenia / Belgium / France / 2007
Διάρκεια: 102'





Μια ποιητική ταινία το "I Am From Titov Veles", που εξερευνεί τη σκοτεινή πλευρά της παρακμής, σε συλλογικό και σε ατομικό επίπεδο. Η καθίζηση της πραγματικότητας, ενός τόπου που ρημάζει τη ζωή του ανθρώπου εκείνου που φυλακίζεται αναπόδραστα στα ερείπια του χθες. Και όλα ειπωμένα μέσα από τα μινιμαλιστικά και καλαίσθητα οπτικά κάδρα της Teona Strugar Mitevska.


Τρεις αδερφές έχουν ξεμείνει στο πατρικό τους, στα Σκόπια, στο Τίτο Βέλες. Οι γονείς έχουν χαθεί χρόνια τώρα. Ένα τεράστιο εργοστάσιο, απομεινάρι της σοσιαλιστικής βιομηχανοποίησης, φουγαρίζει τον ήδη μαυρισμένο ουρανό. Οι ανάσες τους καυσαέριο και πίσσα. Η μεγάλη αδερφή είναι χρόνια τοξικομανής. Η μεσαία επιθυμεί με κάθε δυνατό τρόπο μια σανίδα διαφυγής από τη χώρα. Και οι δύο ονειρεύονται την απόδραση από αυτόν τον τόπο που δηλητηριάζει τις ζωές τους. Η τρίτη και πιο μικρή (περί στα 20) είναι η Αφροδίτη, την οποία υποδύεται η εκπληκτική Labina Mitevska. Η Αφροδίτη διαφέρει κατά πολύ από το παράδειγμα των αδελφών της.


Η πανέμορφη Αφροδίτη έχει πάψει να μιλάει από τα πέντε της χρόνια. Απ' το χρονικό σημείο δηλαδή που έχασε τον πατέρα της. Διατηρεί χαλαρούς δεσμούς με την εξωτερική πραγματικότητα, χωρίς αυτό να ελαφρώνει της οδύνη της. Η πραγματικότητα είναι τόσο αποτρεπτική για να τη ζήσεις, η Αφροδίτη το γνωρίζει. Χτίζει έναν κόσμο ονειρικό εντός της. Τα τραυματικά παιδικά της χρόνια κοχλάζουν οδυνηρά κάτω απ' το στήθος της. Ενώ στο σήμερα, έχει θυσιάσει τον εαυτό της, οραματίζοντας λίγα ψίχουλα αγάπης και σπλαχνικότητας με τα ελάχιστα κοντινά της πρόσωπα. Όμως το όνειρο και ο εφιάλτης έχουν πάντα ένα σημείο τομής. Σε αυτό το σημείο τομής θα βρεθεί και η νεαρά πρωταγωνίστρια όταν κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα: "Όταν έχεις αφιερώσει τη ζωή σου στους άλλους, τι απομένει όταν εκείνοι θα έχουνε φύγει;"


Το "I Am From Titov Veles" είναι μια ποιητική ταινία με φόντο το πολυπαθή πορτραίτο των Βαλκανίων. Ακόμα και αν δεν καταφέρει να σας συγκινήσει στην ολότητα του, υπάρχουν κάποιες επιμέρους σκηνές αψεγάδιαστης αισθητικής ομορφιάς. Η Teona Strugar Mitevska σκηνοθετεί την αδερφή της, σε μια σπαραχτική ερμηνεία, που ανασύρει στην επιφάνεια το σκότος από τα απύθμενα ύδατα ενός βαριά τραυματισμένου ψυχισμού. Στα συν η λιτή μουσική.


Βαθμολογία: 8/10

Gruppo di Famiglia in un Interno (Η Γοητεία της Αμαρτίας)


Σκηνοθεσία: Luchino Visconti
Παραγωγής: Italy / France / 1974
Διάρκεια: 116'




Η προτελευταία τούτη η ταινία του Luchino Visconti. Που στον πρωταγωνιστικό ρόλο του καθηγητή ίσως βρούμε κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία του δημιουργού.

Φιλήσυχος καθηγητής (Burt Lancaster) αναπαύεται κάπου στα προάστια της Ρώμης. Πάμπλουτη μαρκησία (Silvana Mangano), σύζυγος δεξιού άρχοντα, έρχεται να αναταράξει την επιθανάτια ηρεμία του καθηγητή. Διεκδικώντας πιεστικά να νοικιάσει μέρος της βίλας του, ως οίκημα για τα παιδιά της και για το μισθωμένο ζιγκολό (Helmut Berger) της. Τα νέα αυτά πρόσωπα εμπλέκονται αδιάκριτα στη νεκρική καθημερινότητα του καθηγητή, αναταράσσοντας τη ζωή του. Όλα αυτά σε ένα υπαρξιακό δράμα, με πολιτικό ντεκόρ, που ασφυκτιά στους τέσσερις τοίχους.



Η επιθετική εισβολή της μαρκησίας στα ξένα κτήματα του καθηγητή, μπορεί εύκολα να παρομοιαστεί με τη βίαια-φασιστική επεκτατικότητα του καπιταλιστικού κόσμου. Δέκτης παρόμοιας βίας είναι και το προλεταριάτο, στην προκειμένη ο Helmut Berger. Όπου η εκπόρνευση, σώματος και ιδεών, προκύπτει ως το διόδιο για την αστική κοινωνία. Αυτή η κατάσταση εσωτερικής καταπίεσης σχηματίζει ένα μύχιο πυρράκτωμα, με την μόνιμη απειλή μιας έκρηξης. Έκρηξης που ισούται με επανάσταση, περισσότερο νευρωτική παρά συλλογική, στην καρδιά του αστικού εκφυλισμού.

Ο καθηγητής είναι ένας διανοούμενος, που απηυδισμένος απ' όλα έχει αποσυρθεί πρόωρα στο νεκροκρέβατο του. Προτιμά να ζει μέσω έργων Τέχνης, που είναι πυκνοκαδραρισμένα στους τοίχους και στα ράφια του σπιτικού του, παρά μέσω των ίδιων των ανθρώπων. Άλλωστε το δεύτερο προϋποθέτει μια μορφή δέσμευσης-αφοσίωσης, που ο καθηγητής δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί. Η συναναστροφή του καθηγητή με τη μπουρζουαζία θα του προκαλέσει άφθονη φρίκη, ενώ παράλληλα θα τον ξεσκεπάσει, έστω και επιφανειακά, από τη ναφθαλίνη. Η μπουρζουαζία και η αστική τάξη που αποτυπώνονται μέσα σε μια φιλήδονη κενότητα, καθοδηγούν σε εξίσου ρηχές μέρες την ανθρωπότητα. Και μέσα σε αυτό το σύνολο ανθρώπινων σχέσεων ξεχωρίζει αυτή του καθηγητή με τον Helmut Berger, το νεαρό ζιγκολό. Ο καθηγητής, έστω και βουβά, ασπάζεται τα πάθη του. Και παρά την φαινομενική απόσταση τους, ίσως οι ζωές τους να μη διαφέρουν και τόσο, παρά μόνο ως προς την εμφάνιση τους.



Κάλλιστα θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε όλα όσα συμβαίνουν εντός των τεσσάρων τοίχων ως μια πολυπολιτισμική και πολυταξική κοινωνία. Όπου οι όροι διαβίωσης είναι τουλάχιστον δύσκολοι. Η γοητεία της αμαρτίας, για την οποία μας μιλάει ο τίτλος, αναφέρεται στην προσγείωση στο απέναντι στρατόπεδο. Καθώς τόσο ο μοναχικός καθηγητής, όσο και οι αστοί, παρά τις πρωταρχικές αναστολές τους, γοητεύονται απ' τις αναμεταξύ τους αντιθέσεις. Ο Luchino Visconti καυτηριάζει ξεκάθαρα τη μπουρζουαζία. Τονίζοντας πως η εσωτερική ενότητα είναι ανύπαρκτη, και υφίσταται μόνο κάτω από την κοινή δίψα για διασκέδαση. Ενώ από την άλλη, ο Ιταλός σκηνοθέτης τραυματίζεται βαρέως από τη μοναχικότητα του ενός. Το ταξικό σχόλιο λαμβάνει σάρκα και οστά μέσα από εξαντλητικούς διαλόγους και εντάσεις. Και όλα αυτά τη στιγμή που η εργατική τάξη (υπηρέτρια), είναι επιδεικτικά καταδικασμένη στον αφανή ρόλο του κομπάρσου.


Ο Luchino Visconti είναι ένας ταχυδακτυλουργός πίσω από την κάμερα. Μαεστρικά τα πλάνα, και κορυφαίας έντασης, όπου η κάμερα περιστρέφεται εντός των φιλοτεχνημένων τοίχων, για να βρει διέξοδο στο άπλετο φως που μπαίνει από κάποιο ανοιχτό παράθυρο. Το φυσικό φως θα το δούμε ελάχιστες φορές στην ταινία, και φέρει έντονη συμβολικότητα, καθώς η ταινία εξελίσσεται στα εγκλωβιστικά τοιχώματα των εσωτερικών χώρων. Για την κινηματογράφηση των οποίων οφείλουμε να καταλογίσουμε τα μέγιστα στον φωτογράφο Pasqualino De Santis.


Βαθμολογία: 8,5/10



Monday, May 18, 2009

Le Premier Jour du Reste de ta Vie (Η Πρώτη Μέρα της Υπόλοιπης Ζωής σου)


Σκηνοθεσία: Rémi Bezançon
Παραγωγής: France / 2008
Διάρκεια: 114'





Το οδοιπορικό μιας πενταμελούς οικογένειας που γερνάει στο χρόνο, ενώ τα μέλη της αρνούνται πεισματικά να ενηλικιωθούν. Θα οδηγηθούν ομαδικώς σε ένα οριακό σημείο αποσύνθεσης, μπροστά από ένα ανυπέρβλητο τείχος που θα τους ωθήσει να κοιτάξουν διαφορετικά την επόμενη μέρα. Έτσι, θα αφιερώσουν την πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής τους στο να επανανταμώσουν την χαμένη νιότη τους.


Η πενταμελής οικογένεια έχει γίνει apri ori στις ταινίες του είδους, καθώς δίνει πρόσφορο έδαφος για πολυπρόσωπη κριτική-ανάλυση. Έτσι και ο Remi Bezancon θα χρησιμοποιήσει τους ήρωες του για να σχολιάσει "ευρυζωνικά" τις σύγχρονες τάσεις, αλλά και τον θεσμό της οικογένειας. Πρώτα όμως, πρέπει να αναφέρω πως η ταινία περιγράφει ένα χρονικό φάσμα δέκα ετών. Σε αυτό το διάστημα βλέπουμε μια μητέρα (Zabou Breitman) να παλιμπαιδίζει φοβούμενη το (εξωτερικό) πλήρωμα του χρόνου. Έναν πατέρα (Jacques Gamblin) να ψυχραίνεται και να μαραζώνει αναλαμβάνοντας τον άχαρο ρόλο του πυροσβέστη στις συνεχείς αναταραχές εντός του σπιτιού. Τον μεγάλο γιο (Pio Marmaï), που νιώθει ξένος εντός της οικογένειας, να δραπετεύει μ' εναν επιπόλαιο γάμο κάνοντας βίαια είσοδο στον κόσμο των μεγάλων. Το μικρότερο γιο (Marc-André Grondin) να πνίγει τον καιρό του στο αλκοόλ των προσωπικών δραστηριοτήτων: στον εναγκαλισμό της rock αλλά και τη gourmet λατρεία προς το κρασί. Και τέλος την μικρότερη (Déborah François), καταπιεσμένη από την άνιση μεταχείριση των φύλων εντός του σπιτιού, να ξεσπάει απομονώνοντας και ματώνοντας τον εαυτό της.


Οι ήρωες όμως απέχουν πολύ απ' το να χαρακτηριστούν ολοκληρωμένοι. Ο Remi Bezancon προβάλει τους ηθοποιούς του ως τις ιδιότητες που επιθυμεί να σχολιάσει παρά ως ολοκληρωμένες υπάρξεις. Σε αυτό συμβάλλει βέβαια και το cast, που παρά τις ικανοποιητικές ερμηνείες των Marc-André Grondin ("C.R.A.Z.Y."), Déborah François και Zabou Breitman, αδυνατεί να συνεργαστεί ομαδικά. Επιπροσθέτως, ο Γάλλος σκηνοθέτης μοιάζει να καταπιάνεται περισσότερο με την επιφάνεια των πραγμάτων παρά με την ουσία τους. Σε αυτό συνηγορεί και το πλήθος των κλισέ με το οποίο πλάθονται οι ήρωες και τα επεισόδια. Ωστόσο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως το σενάριο έχει ορισμένες ξεκαρδιστικές ατάκες, αλλά και μια αξιομνημόνευτη αναφορά στον Robert Duvall.


Τέλος, είναι ορατό πως το "Le premier jour du reste de ta vie" επιθυμεί να καθρεφτίσει το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων που καταλήγουν όλα στην εξής διαπίστωση: κάθε μέρα που περνάει είναι η πρώτη της υπόλοιπης ζωής μας. Η υπόλοιπη ζωή μας ωστόσο μειώνεται καθημερινά κατά μία μέρα. Και όλα αυτά ενώ το σημείο του τερματισμού παραμένει διαρκώς άγνωστο. Αν και η ταινία έχει μια ενδιαφέρουσα σημειολογία, ο Remi Bezancon δείχνει να καταπιάνεται με την επιφάνεια των πραγμάτων, αναβάλλοντας συνεχώς για το επόμενο φιλμικό λεπτό να δώσει το απαιτούμενο βάθος. Ώσπου κάποια στιγμή να διαπιστώσει πως τα εναπομείναντα λεπτά του φιλμικού χρόνου δεν αρκούν για τη διεισδυτικότερη ματιά που ίσως επιθυμούσε.


Βαθμολογία: 4,5/10



Friday, May 15, 2009

Sunshine Cleaning (Στεγνό Καθάρισμα)


Σκηνοθεσία: Christine Jeffs
Παραγωγής: USA / 2008
Διάρκεια: 91'




Τα τελευταία χρόνια δημιουργείται στον κινηματογράφο μια νέα οικογένεια ταινιών που φιλοδοξεί να δώσει φρεσκάδα στο κινηματογραφικό μέσο. Ενδεικτικά θα μπορούσα να αναφέρω ως κύριους εκφραστές το επιτυχές "Little Miss Sunshine", το ελαφρώς αβανταδόρικο "Juno", το αυτοβιογραφικό "Wackness", αλλά και το "Gwoemul" σε μια πιο φανταστική προέκταση της εν λόγω οικογένειας. Σε αυτή την οικογένεια εντάσσεται και το "Sunshine Cleaning". Επί της ουσίας μιλάμε για ταινίες που διατηρούν ένα ελαφρό προφίλ-περίβλημα, χρησιμοποιώντας κυρίως νέους και φρέσκους ηθοποιούς, ακολουθώντας ταχύτατο ρυθμό στην αφήγηση και δίνονοντας έμφαση σε θέματα κυρίως teenage απήχησης. Ωστόσο, κάτω από την φρέσκια-ανάλαφρη επιφάνεια βρίσκεται ένας πυρήνας άκρως επίπονων θεματικών της οικουμενικής επικαιρότητας. Έτσι, αν υπάρχει κάτι που κάνει ξεχωριστή αυτή την οικογένεια ταινιών, είναι αυτή η κραυγαλέα αντίθεση μεταξύ της κωμικότητας του "φαίνεσθαι" και της δραματικότητας του "είναι". Συνιστώσες που εξασφαλίζουν από τη μία τη mainstream διασκέδαση και από την άλλη έναν κάποιο "σινεφίλ" προβληματισμό.


Αλλά πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, ας αναφέρουμε ενδεικτικά το story. Νεαρή και ανύπαντρη μητέρα (Amy Adams) που διατηρεί παράνομη σεξουαλική σχέση με τον εφηβικό της έρωτα, εργάζεται ως καθαρίστρια για να τα φέρει βόλτα. Όταν ο τρόπον τινά περίεργος γιος της (Jason Spevack) αποκτήσει προβλήματα στο σχολείο, θα επιθυμήσει ένα πιο παχουλό εισόδημα για να τον μεταφέρει σε ιδιωτικό. Θα ιδρύσει με την μικρότερη και απροσάρμοστη αδερφή της (Emily Blunt) ενα συνεργείο καθαρισμού σκηνών εγκλήματος και απομάκρυνσης τοξικών υλικών. Το νέο επάγγελμα είναι ασφαλώς πιο προσοδοφόρο, μετά όμως απ' την αρχική επιτυχία, τα πράγματα θα ζορίσουν αναπάντεχα. Και σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς, θα έχουν ως μοναδικό στήριγμα τον ενθουσιώδη πατέρα τους (Alan Arkin) και τον μονόχειρα ιδιοκτήτη (Clifton Collins Jr.) μαγαζιού με είδη καθαρισμού.


Το "Sunshine Cleaning" έχει όλα τα στοιχεία των ταινιών της οικογένειας του. Έχει μερικούς ήρωες, όπως ο παράξενος πιτσιρίκος και ο ενθουσιώδης παππούς (ο Alan Arkin είναι αυθεντία στο ρόλο), που εγγυούνται ιδιαίτερες κωμικές στιγμές. Έχει μια ενδιαφέρουσα προβληματική πλαισιωμένη με έντονα κωμικά στοιχεία, όπως αυτά που γεννούνται απ' το επάγγελμα που επιλέγουν οι δύο πρωταγωνίστριες. Έχει ταχύτατο ρυθμό στην αφήγηση. Και έχει και νεαρούς ηθοποιούς αλλά και φρέσκες ερμηνείες. Συγκεκριμένα βλέπουμε την Amy Adams σε έναν ρόλο που την περιμέναμε καιρό. Στον ρόλο της μητέρας, με μια προσωπική ζωή εγκλωβισμένη στις ελάχιστες επιλογές που δίνει η σύγχρονη πραγματικότητα και ασφαλώς απεγνωσμένη από τις επίσης ελάχιστες επιλογές που έχει για την οικονομική ανέλιξη αλλά και την επιβίωση της. Την προσοχή όμως κλέβει η απροσάρμοστη Emily Blunt: ασφαλώς πιο ευαίσθητη από την αδερφή της, καλλιεργεί ενα πιο σκληρό προφίλ καθώς βιώνει τα αδιέξοδα της "τυπικής" ζωής και δέχεται αναπόφευκτα τα χτυπήματα που προκύπτουν από την πάλη της ευαίσθητης φύσης της με τον σκληρό κόσμο της εποχής μας.


Τελικά, η Christine Jeffs καταφέρνει να φωτίσει τους μονόδρομους της εποχής εν μέρει, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις συλλαμβάνεται θύμα των επιθυμιών της να "παντρέψει" κωμικά, δραματικά, ρομαντικά και συγκινητικά στοιχεία. Μοιάζει να τα ρίχνει όλα μαζί στο μπλέντερ με μια σχετική επιπολαιότητα, καθιστώντας τη δραματουργία κάπως ανυπεράσπιστη και μη ρεαλιστική. Παρ' όλα ταύτα, σε πρώτο επίπεδο το "Sunshine Cleaning" παραμένει αναπάντεχα απολαυστικό, επιτυγχάνοντας μάλιστα να θίξει ορισμένα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα "κείμενα" της εποχής.


Βαθμολογία: 6/10



Friday, May 08, 2009

Ne touchez pas la hache (Η Δούκισσα του Λανζέ)


Σκηνοθεσία: Jacques Rivette
Παραγωγής: France / Italy / 2007
Διάρκεια: 137'





Όταν τα έργα σπουδαίων καλλιτεχνών συναντιούνται άνευ σκοπιμοτήτων, έστω και άχρονα, τότε μπορεί να γεννηθεί μια σπίθα φωτός ακουμπισμένη στα χειρόγραφα της Τέχνης. Κάπως έτσι φαίνεται να γεννήθηκε και το "Ne touchez pas la hache" του αειθαλούς Jacques Rivette, που όχι μόνο είναι βασισμένο, αλλά και εμπνευσμένο απ' την ομώνυμη νουβέλα (The Duchess of Langeais) του Honoré de Balzac.

Ένας στρατηγός (Guillaume Depardieu) αναζητάει απεγνωσμένα μια μοναχή (Jeanne Balibar) ανα την Ευρώπη. Το περιστατικό αυτό θα σταθεί αφορμή για να περιπλανηθούμε σε έναν φλογισμένο έρωτα που έχει προηγηθεί. Έναν έρωτα θεριεμένο που με βαθιές χαρακιές στιγματίζει το εσωτερικό ανάγλυφο των εραστών. Ο έρωτας στην πιο ακραία του μορφή, αυτήν της ανεκπλήρωτης υπόσχεσης! Μια ιστορία που τοποθετείται περί 200 έτη πριν και ανασαίνει βαρέως την έκρυθμη εποχή της Γαλλικής Μεταρρύθμισης. Το κινηματογραφικό κείμενο ακολουθεί τα δύσβατα μονοπάτια που χάραξε ο Honoré de Balzac, παραθέτοντας μια ιστορία που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απ' τα κλασσικότερα ερωτικά δράματα!



Πόσο δύσκολος είναι ο έρωτας σε αυτή την ιδιόρρυθμη περίοδο; Μια περίοδο που η βούληση του ατόμου μοιάζει απαγορευμένη και περιχαρακωμένη στα πλαίσια μιας επιβεβλημένης πρέπουσας κοινωνικής συμπεριφοράς. Η εκθαμβωτική δούκισσα Jeanne Balibar ενσαρκώνει χαρισματικά μια θηλυκή περσόνα της εποχής. Μια γυναίκα θελκτική, ποθητή και ερωτική, η οποία ασφυκτιά μέσα στους τρόπους. Ο έρωτας, σαρκικός και παρορμητικός, είναι μια απαγορευμένη γεύση για αυτήν. Της επιτρέπεται να τον προκαλέσει, να τον ζωγραφίσει, να τον αισθανθεί, απαγορεύεται όμως να τον αγγίξει και να τον εκφράσει. Ο προσφάτως αδικοχαμένος Guillaume Depardieu παραθέτει μια αριστουργηματική ερμηνεία: είναι το αρσενικό, το οποίο πέφτει "ανάσκελα" στην ερωτική παγίδα, στην υπόσχεση. Ονειρεύεται, αισθάνεται, παραδίνεται στο πάθος, στο πάθος που τυφλώνει. Όντας κοινωνικά κατώτερος της Δούκισσας, είναι ολοκληρωτικά υποταγμένος στις διαθέσεις της. Τα συναισθήματα κοντράρουν στο φαίνεσθαι της αριστοκρατίας. Κι όλα αυτά σε μια εποχή (χαρισματική η ανασύσταση της μέσα απ' τους δεύτερους ρόλους) όπου οικογένειες, συγγενείς και φίλοι αγωνιούν μόνο για την εικόνα, αδιαφορώντας κατάκορφα για την ουσία και την αλήθεια των αισθημάτων.



Ο Jacques Rivette δεν έχει ωστόσο καμία διάθεση να καυτηριάσει το συγκεκριμένο τοπίο. Υπάρχει ο έρωτας για τον λόγο αυτό. Ο έρωτας που χλευάζει επιδεικτικά τον άνθρωπο για την ψευδαίσθηση του οτι μπορεί να περιφρουρεί το "είναι" σε φόρμες και κανόνες. Ο έρωτας που αναποδογυρίζει τα πάντα και φέρνει την (προσφάτως κυρίαρχη) δούκισσα να γίνεται έρμαιο σε συναισθημάτα που την παρασύρουν ανεξέλεγκτα στη θυελλώδη θάλασσα του αγαπητικού της. Και ο έρωτας πάντα εκεί, να χλευάζει τον άνθρωπο που αρνήθηκε αυτό τον χορό. Και το τέλος προμηνύει την (αυτο)καταστροφή σε αυτόν που φρονεί πως μπορεί να δαμάσει τα συναισθήματα του. Μα το τίμημα πάντα βαρύτερο για αυτούς που μένουν πίσω, για αυτούς που τα παράτησαν πρόωρα. Μεγάλο ενδιαφέρον, σε δεύτερο επίπεδο, παρουσιάζει και ο τρόπος που αποτυπώνεται η υπαινισσόμενη ερωτοτροπία μεταξύ των τάξεων: σχέσεις μίσους και αγάπης που εναλλάσσονται ταχέως μέσα στο εγκόσμιο ανάκτορο της κοινωνίας.



Η κινηματογραφική γλώσσα του Jacques Rivette έχει τεράστιο ενδιαφέρον για άλλη μια φορά! Λιτή, απλή και περιεκτική. Η κάμερα σε μακρά πλάνα και αργούς ρυθμούς σβαρνίζει επίπονα τους εσωτερικούς χώρους στο παλάτι της Δούκισσας όπου κυρίως πραγματοποιούνται οι συναντήσεις των δύο. Οι φυσικοί ήχοι αξιοποιούνται λειτουργικά: το τρίξιμο στο πάτωμα και οι στεναγμοί στους λεπτοδείκτες εντείνουν τις στιγμές στον ανεκπλήρωτο έρωτα. Ο ποιητικός λόγος παρασύρει τον θεατή και δίνει στη σχέση των "ανέγγιχτων" εραστών τη χροιά ενός κλασσικού ερωτικού δράματος. Πέραν της εξωτερικής του ευγλωτίας, ο λόγος αυτός (σε συνδιασμό με τις αριστουργηματικές ερμηνείες) φωτίζει αχνά και σιωπηλά το εσωτερικό των πρωταγωνιστών που παραλύει στη σφαίρα του ανεκπλήρωτου. Ένα καζάνι φλογισμένο και γεμισμένο με εκρήξεις, παρορμήσεις, πάθη και συναισθήματα που χύνεται προκαλώντας εγκαύματα στην αριστοκρατική σάρκα των εραστών...

Παρ' οτι δεν πρόκειται για κάποια υπερπαραγωγή, αξίζουν τεράστια συγχαρητήρια σε όλη την καλλιτεχνική διεύθυνση. Καθώς τόσο η λιτή σκηνογραφία, όσο και τα πολυτελή κουστούμια και το μακιγιάζ καταφέρνουν να αναβιώσουν με αξιοθαύμαστο τρόπο τον σφυγμό της εποχής. Σε μια ταινία, που αν αντέξεις, είναι φτιαγμένη για να σε παρασύρει...


Βαθμολογία: 7/10



Jerichow (Όνειρα Απατηλά)


Σκηνοθεσία: Christian Petzold
Παραγωγής: Germany / 2008
Διάρκεια: 93'





Ο Christian Petzold, έναν χρόνο μετά το επιτυχημένο Yella, επιχειρεί ένα δράμα χαρακτήρων με φόντο τα θανάσιμα αμαρτήματα της λαγνείας και της φιλαργυρίας.

Απόστρατος (Benno Fürmann) βρίσκεται σε εξαιρετικά μεγάλη ανάγκη για εργασία. Η μοίρα τον φέρνει οδηγό ενός ευκατάστατου Τούρκου διανομέα τροφίμων, του Ali. Χάρις τις ηρωικές του πράξεις, ο Fürmann κερδίζει αμέσως την εμπιστοσύνη του αφεντικού του. Όμως μαζί με την εμπιστοσύνη κερδίζει και τη γυναίκα του, τη Laura, μια όμορφη ξανθιά καλλονή. Έτσι σχηματίζεται ένα ανισόρροπο τρίγωνο, το οποίο γίνεται ακόμα πιο ιδιόρρυθμο αν συνυπολογίσουμε το σκοτεινό παρελθόν της Laura και το αβέβαιο μέλλον του Ali.


Ο Γερμανός σκηνοθέτης θα διηγηθεί μια ιστορία σε συχνότητες τραγωδίας. Παράνομοι έρωτες, παθιασμένες σχέσεις, φθόνος, ανυπέρβλητα εμπόδια είναι τα στοιχεία που εναλλάσσονται διαρκώς! Ενώ το πρωταγωνιστικό τρίο βασανίζεται απ' το ακατόρθωτο των επιθυμιών, το τρωτό της ανθρώπινης φύσης και τον βιοποριστικό δουλικό καταναγκασμό.

Η ταινία σε επίπεδο πλοκής, δεδομένου και των αρκετών ανατροπών, κυλάει με ενδιαφέρον. Ο Petzold έχει καταφέρει να τοποθετήσει διάσπαρτα διάφορα κοινωνικοπολιτικά και φιλοσοφικά στοιχεία. Ωστόσο το άγαρμπο σενάριο αδυνατεί να δώσει την ώθηση που ίσως επιθυμούσε ο δημιουργός. Οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων πατούν σε υπερβολικά τεχνάσματα, αλλά και οι ίδιοι παραμένουν ως χαρακτήρες εξαιρετικά ανολοκλήρωτοι.


Βαθμολογία: 5/10



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...