Saturday, July 25, 2009

La Haine (Το Μίσος)

Σκηνοθεσία: Mathieu Kassovitz
Παραγωγής: France / 1995
Διάρκεια: 96'





«Ξέρεις την ιστορία του τύπου που πέφτει από τον πεντηκοστό όροφο μιας πολυκατοικίας; Καθώς έπεφτε, έλεγε συνεχώς για να καθησυχάσει τον εαυτό του: Ως εδώ όλα καλά, ως εδώ όλα καλά. Σημασία δεν έχει η πτώση, αλλά η πρόσκρουση.»
Αυτό είναι το moto του La haine, για να ακολουθήσει ένα από τα ακριβέστερα καρδιογραφήματα του καπιταλιστικού συστήματος. Κάθε σφυγμός και μια σφαίρα.

Το La Haine "προέβλεψε" τα έκρυθμα γεγονότα των εξεγέρσεων στη μεγαλούπολη του Παρισιού. Τρεις (αντι)ήρωες καλούνται να ενσαρκώσουν το χωροχρόνο. Ένας Άραβας, ένας Αλγερινός και ένας νέγρος. Άγριοι, αυτόδικοι και ακαλλιέργητοι, δέκτες της λυσσαλέας βίας του περιθωρίου. Η ταυτότητα τους αποτελεί το παράγωγο μιας (δια)μόρφωσης. Όπως σε όλους μας! Μη γελιέσαι, δε μιλάω για την εκπαιδευτική διαδικασία, ούτε για κανέναν από τους εργαλιακούς θεσμούς που διαθέτει στα χέρια οποιοδήποτε σύστημα. Η (δια)μόρφωση προκύπτει ως το αποτέλεσμα των δυνάμεων που επιδρούν πάνω τους. Ακατάσχετη βία εξουσίας(αστυνομία). Κοινωνική βία ελέω μιας εξωθητικής περιθωριοποίησης. Η βία είναι όμως ένα νόσημα μεταδιδόμενο. Ξανά και ξανά. Τα πυρρά ανταλλάσσονται. Μα ρυθμιστής αυτός που κρατάει το πιστόλι.


Η βία της εξουσίας είναι μια οντότητα υπερανθρώπινη. Το όπλο έχει τη δική του ζωή. Η ταξική θέση είναι επίσης αυτόνομος οργανισμός. Για αυτό και ο Άραβας όταν είναι οπλισμένος μεταλλάσσεται, ή καλύτερα μεταμορφώνεται. Το όπλο έχει τη δική του ψυχολογία. Δεν είναι αυτός που έχει το δάχτυλο στη σκανδάλη. Είναι η οργή που του το 'χει σφηνώσει εκεί. Η οργή για ένα σύστημα που εξαγοράζει ανθρώπους, με παραμύθια και ψίχουλα οικονομικής ανεξαρτησίας. Άλλωστε στη διαδικασία της εξαγοράς το βασικότερο είναι πόσο κοστολογείς το τομάρι σου. Φτηνά πολύ φτηνά. Αυτοί όμως όχι. Όχι τα παιδιά του δρόμου. Αυτά δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Αυτά είναι το εξάμβλωμα ενός τόπου που τα αφανίζει απ' τον χάρτη του. Η δράση υπαγορεύει αντίδραση.

To film του Mathieu Kassovitz είναι συγκλονιστικό. Κάθε καρέ βουτηγμένο στην αλήθεια που πραγματεύεται. Μπορεί να μοιάζει πως επικεντρώνεται στις σχέσεις άγριας συνουσίας εξουσίας-γκέτο, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Με διακριτικές πινελιές αναδεικνύει το θέμα του πολύπλευρα. Αν κάποιος θα μπορούσε να αποτελεί την τριβή για αυτή την πτώση, αυτός θα ήταν η μικρομεσαία τάξη, που έχει εξασφαλίσει (ως έναν βαθμό) την οικονομική ευημερία της. Αυτή όμως είναι κουμπωμένη-οχυρωμένη στη καμπαρντίνα του συμβιβασμού της. Αγκαλιάζει τις νεκρικές ταφόπλακες σιωπής, δεχόμενη ευλαβικά μια άλλη τρομοκρατία. Την τρομοκρατία του "από μέσα". Των M.M.E. και της εργασίας-δουλείας. Η κακοποίηση είναι πνευματική. Η (δια)μόρφωση, για τη μικρομεσαία τάξη, σημαίνει φθορά. Και με μια πεισμωμένη αδιαφορία, όχι μόνο δεν εξομαλύνεις την πτώση, αλλά και την επιταχύνεις. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.


Ο Kassovitz θα στρέψει τα πυρρά του και στην Τέχνη. Ποιος άλλος θα μπορούσε να (καθ)οδηγήσει πνευματικά την ανθρωπότητα; Αυτή η Τέχνη σίγουρα όχι. Αυτή η Τέχνη είναι μια ευτραφής και αυτάρεσκη κυρία. Παραδομένη στα χέρια ενός κοσμικού κομπλεξισμού. Που στους ώμους της σκαρφαλώνουν ανασφαλείς τύποι, υπό τη μανιακή επιδίωξη για διάκριση. Για να επιδείξουν μια εγωκεντρική πνευματική πανευδαιμονία. Μια άλλη μασονία, άλλος ένας εγκλεισμένος χώρος, δίχως ανάσες, δίχως ευαισθησία. Η Τέχνη έχει κόψει προ πολλού τις αρτηρίες της με την κοινωνία. Όχι, αυτή η Τέχνη είναι ελεγχόμενη, αυτή η Τέχνη δε μπορεί να (καθ)οδηγήσει.


Ο Mathieu Kassovitz δεν είναι ένας απλός σκηνοθέτης εδώ, είναι ένας πυροτεχνουργός. Δεν ποιεί μια ταινία. Ποιεί μια βόμβα στην καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος. Υπήρξε, και είναι ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα προφητική ετούτη η ταινία. Και ένα πραγματικό τεκμήριο, αλλά και έναυσμα, για να ακολουθήσουμε την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα πολύ κοντινή. Η αισθητική του La haine μυρίζει μπαρούτι. Σκληρός κόκκος, ασπρόμαυρη φωτογραφία, ταχύτατο μοντάζ. Ο Kassovitz δεν υπερβάλει σε καμία στιγμή. Δεν έχει ανάγκη την υπερβολή για να κερδίσει το βλέμμα του θεατή. Η αλήθεια είναι από μόνη της τόσο υπερβολική. Ο Kassovitz δεν ωραιοποιεί. Για παράδειγμα οι ήρωες του υστερούν πνευματικά μέχρι αηδίας. Είναι αυτοί που είναι. Τόσο απλά! Δεν έχει καμία ανασφάλεια για να τους ωραιοποιήσει. Η σύγκρουση επίκειται! Και όλα αυτά σ' ένα σύστημα που αποβάλλει ως περιττώματα τους ανθρώπους στον οχετό των δρόμων. Σ' ένα σύστημα που αρέσκεται στο να κατασκευάζει ρέπλικες. Σε ταϊζει και σε αφανίζει ταυτόχρονα, με ζαχαρωτά ή με σφαίρες. Ανάλογα με την τόλμη σου να κοιτάξεις κατάματα τον διακορευτή σου...


Βαθμολογία: 9,5/10



Roman Holiday (Διακοπές στη Ρώμη)

Σκηνοθεσία: William Wyler
Παραγωγής: USA / 1953
Διάρκεια: 118'




Το mainstream cinema πάντα εμπεριείχε επιπολαιότητες και στρεβλώσεις στις πολιτικο-κοινωνικές του νύξεις. Πάντα χρησιμοποιούσε τις οδούς της ωραιοποίησης στην αφήγηση του. Πάντα ήταν αξιαγάπητο στο ευρύ κοινό. Νομίζω θα ήταν τουλάχιστον εσφαλμένο να μην παραδεχτούμε πως τις ωραιοποιήσεις και τις αφέλειες που εμπεριέχει το σύγχρονο εμπορικό-mainstream cinema τις συναντάμε και σε μεγάλο μέρος των παρελθουσών ταινιών, που σήμερα δοξάζουμε ως αριστουργήματα. Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνες τις κωμικές-ρομαντικές ταινίες που η θεωρητική πλευρά του κινηματογράφου τις ονόμασε screwball. Τι είναι όμως αυτό που διαχωρίζει το σύγχρονο mainstream σινεμά απ' το προγενέστερο; Μα σαφώς η εποχή στην οποία αναφέρονται. Όχι, δε θεωρώ σε καμία περίπτωση την παρελθούσα εποχή ως ιδανικότερη. Αυτό άλλωστε είναι (μεγάλο) θέμα για μια άλλη (μεγάλη) κουβέντα. Όταν μιλάω για τις διαφορές των εποχών, απλούστατα θέλω να πω, πως τα χαρακτηριστικά των ταινιών των 50'ς αναφέρονται σε μια εποχή που οντολογικά και μορφολογικά παύει να υφίσταται στο σήμερα. Έτσι και οι ωραιοποιήσεις και οι απλουστεύσεις τους, παύουν να αντιμετωπίζονται ως στρεβλώσεις της πραγματικότητας. Αφού εκείνη η πραγματικότητα στην οποία αναφέρονται δεν αποτελεί πια πραγματικότητα. Και έτσι οι πολυαναφερμένες απλουστεύσεις και ωραιοποιήσεις γίνονται πολύχρωμες πινελιές σ' έναν ρετρό καμβά. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο επίτευγμα του εμπορικού σινεμά της πεντηκονταετίας και άνω. Ότι δηλαδή αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της αντίκας. Έχοντας όλα αυτά υπόψιν, που δεν τα λέω καθόλου για να μειώσω το μέγεθος των συγκεκριμένων ταινιών -ακριβώς το αντίθετο-, θα ήθελα να σημειώσω πως προσωπικά αναμένω πως στο μέλλον είναι πιθανότατο να επαναπροσδιοριστεί το βάρος πολλών σύγχρονων mainstream ταινιών που απορρίφθηκαν εύκολα από την κριτική.


Το Roman Holiday αποτελεί μια απολαυστική, και χαρακτηριστική screwball ταινία της εποχής. Εκεί που καινοτόμησε ο William Wyler είναι στον τόπο γυρίσματος. Η ταινία είναι κινηματογραφημένη στην Ιταλία. Κάτι που δε συνηθιζόταν τότε. Καθώς σχεδόν όλες οι Αμερικάνικες ταινίες του είδους γυρίζονταν σε studio. Η επιλογή του σκηνοθέτη δεν τον ζημίωσε καθόλου. Η σκηνοθεσία του, αλλά και η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Henri Alekan, μετατρέπουν το τοπίο της Ρώμης ως πρωταγωνιστικό παράγοντα επιτυχίας. Καθώς αποτελεί διαρκώς μια απαλή μουσική στις ξεκαρδιστικές σεκάνς που υπογράφει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι (Gregory Peck-Audrey Hepburn). Αλλά ας πούμε δυο λόγια για την υπόθεση...

Νέα και όμορφη πριγκίπισσα (Audrey Hepburn) το σκάει από της πριγκιπική της γυάλα, ονειρευόμενη μια απλή ζωή, καθώς ασφυκτιά στην καθωσπρέπει ρουτίνα του αξιώματος της. Θα βρεθεί άβγαλτη στην ξένη πόλη της Ρώμης. Για καλή της τύχη θα πέσει στα χέρια ενός νεαρού δημοσιογράφου (Gregory Peck), ο οποίος χωρίς να την αναγνωρίζει, θα της παράσχει στέγαση για τη νύχτα. Αναστάτωση επικρατεί στο πριγκιπικό μέγαρο όταν θα γίνει αντιληπτή η απουσία της. Ενώ όλοι αναζητούν την πριγκίπισσα, ο Gregory Peck την έχει στα πόδια του. Και προσφέρεται, μαζί με έναν φίλο και φωτογράφο, να τις χαρίσουν την απλή και περιπετειώδη μέρα που ονειρεύεται. Προσδοκώντας, εν αγνοία της, να αποκτήσουν πολύτιμο και αποκλειστικό υλικό από την περιζήτητη Υψηλότητα της. Όμως ο έρωτας έχει άλλα σχέδια...


Ο William Wyler παραθέτει μια ξεκαρδιστική κομεντί. Βέβαια θα ακολουθήσει την απαρέγκλιτη συνταγή του love story για το φινάλε. Το love story όμως εδώ έχει διττό σκοπό. Πέραν του προφανούς, να ταΐσει δηλαδή το διψασμένο κοινό με εύκολο ρομαντισμό, το love story είναι και μια επιτακτική επιλογή για να εκμηδενιστεί το χρήμα μπροστά στον Θεό έρωτα. Καθώς καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, τουλάχιστον εμμέσως, έχει υπερτονισθεί η αναγκαιότητα του χρήματος. Βέβαια αυτό το love story, πέραν του κλισέ χαρακτήρα, έχει και τις παράπλευρες απώλειες του. Καθώς θα μας οδηγήσει σε μια άκομψα μοιρολατρική και τυπολατρική εντύπωση, η οποία μένει στα χείλη μας λίγο πριν το χειροκρότημα.


Παρ' όλα αυτά το Roman Holiday παραμένει μια σημαντική ταινία. Από έναν επίσης σημαντικό σκηνοθέτη. Με ορισμένες απολαυστικές σεκάνς που διαποτίζουν τη μνήμη μας ως το κόκκαλο. Όπως για παράδειγμα αυτή με το μηχανάκι, ή εκείνη στο bar. Το cast τα πάει περίφημα. Ο Gregory Peck είναι απροσδόκητα καλός. Ενώ η Audrey Hepburn είναι εκτυφλωτικά λαμπερή. Μάλιστα ήταν αυτή η ερμηνεία, η οποία βραβεύτηκε με oscar, που της άνοιξε διάπλατα τις "μεγάλες πόρτες" του Αμερικάνικου σινεμά.


Βαθμολογία: 7,5/10



Saturday, July 18, 2009

The Killer Inside Me / The Galton Case

"As far as he was concerned, the world was a shit pot with a barbed-wire handle and the further he could kick it, the better."

Jim Thompson, "Texas by the Tail"



Καταρχάς, αναμένεται κάπου μέσα στο 2010. Έχει ακόμα δηλαδή, αλλά δε μπορώ να κρύψω τον ενθουσιασμό μου. Κι αυτό γιατί επιτέλους ασχολούνται κάποιοι ξανά με τα βιβλία του Jim Thompson.

Σκηνοθέτης ο Michael Winterbottom (απ' όσο μπορώ να κρίνω από το ιστορικό του, ένα μάλλον εντάξει παιδί) και πρωταγωνιστής ο Casey "ο-αδελφός-μου-τρώει-πλέον-την-σκόνη-μου" Affleck, ο οποίος θα έχει το ρόλο του Lou Ford, αστυνόμος/ψυχάκιας δολοφόνος υπεράνω υποψίας σε επαρχιακή κωμώπολη στην Αμερική των '50s. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο, βρίσκω τον Casey άκρως ταιριαστό για το ρόλο, ενώ αν η ταινία μείνει, όπως οφείλει (λέμε τώρα), συγκεντρωμένη σε αυτόν, δε χρειάζεται να ανησυχούμε ιδιαίτερα για την συμμετοχή των Jessica Alba και Kate Hudson.



Πάμε στον Jim: Από τους σπουδαίους της "σκληρής" (hardboiled) αστυνομικής/crime λογοτεχνίας, με αρκετά μεγάλο κατάλογο (και φυσικά μικρό αριθμό μεταφρασμένων στην Ελλάδα) κυρίως στις δεκαετίες του '50 και του '60, με τις πιο γνωστές ταινίες οι οποίες βασίζονται σε βιβλία του να είναι οι εξής: "The Getaway (1972), "The Grifters" (1990), ενώ η πιο πιστή μεταφορά θεωρείται το "Coup de Torchon" (1981) του Tavernier, που βασίζεται στο εξαιρετικό "Pop.1280". Το "The Killer Inside Me" έχει μάλιστα ξαναγυριστεί στα '70s, με πρωταγωνιστή τον Stacy Keach (Warden στο "Prison Break") αλλά έχει πέσει στα αζήτητα.





-----------------------------------------------------------------------





Μιας και ασχολήθηκα με συγγραφείς, σειρά έχει ο Ross Macdonald. Το τρίτο μέλος της "Αγίας Τριάδας της hardboiled detective λογοτεχνίας" μαζί με τους Dashiell Hammett και Raymond Chandler, επίσης με πολλά έργα στο βιογραφικό του (κάτι που δυστυχώς [δυστυχώς, δυστυχώς, δυστυχώς!] δεν ισχύει για τον Chandler αλλά ούτε και για τον Hammett). Τον αναφέρω κυρίως για το ότι έχει ακουστεί πως θα γυριστεί το "Galton Case", με πρωταγωνιστή τον Hugh Laurie ("Dr. House").

Αναμένουμε για την ώρα, όποιος όμως ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει στις μόνο δύο άξιες λόγου ταινίες που έχουν γυριστεί βασισμένες σε βιβλία του [πρωταγωνιστεί ο Paul Newman και στις δυο]: "Harper"(1966) και "The Drowning Pool" (1975). Αυτός κι αν είναι αναξιοποίητος από την 7η Τέχνη συγγραφέας...

Friday, July 17, 2009

Pickpocket (Ο Πορτοφολάς)


Σκηνοθεσία: Robert Bresson
Παραγωγής: France / 1959
Διάρκεια: 75'



Ο Robert Bresson θεωρείται από τους μεγαλύτερους καινοτόμους της 7ης Τέχνης. Ταγμένος στο καλλιτεχνικό του όραμα, δίχως τον παραμικρό συμβιβασμό. Γεγονός που ξενίζει ακόμα και σήμερα όσους έχουν γαλουχηθεί στις παραδοσιακές αφηγηματικές μεθόδους του σινεμά! Όμως τι ακριβώς συνθέτει το προσωπικό σινεμά του Bresson; Το σινεμά του λοιπόν μοιάζει να παράγεται από μια υπερδομημένη θρησκευτική ιεροτελεστία. Με την ακρότητα και την τελειομανία του σχολαστικισμού να είναι εμφανής σε κάθε ταινία. Αρετή και κύριο ταυτοτικό στοιχείο θεωρείται ο μινιμαλισμός, αλλά και η αποφυγή κάθε υπερβολής και αισθητικής επιτήδευσης. Μπορεί να έχουμε ακούσει πολλάκις τον όρο μινιμαλιστικός κινηματογράφος. Αλλά αυτός ο όρος στα χέρια του Bresson αποκτάει άλλο νόημα. Ο μινιμαλισμός εδώ λοιπόν θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στην εξής διατύπωση: "Ένα λευκό χαρτί μπορεί να πει περισσότερα από χιλιάδες πυκνογραμμένες σελίδες. Γιατί το λευκό, το άγραφο, είναι ελεύθερο να γραφτεί από το πολυμορφικό μελάνι του δέκτη. Το μελάνι που δεν περιορίζεται απλά στο χώρο της λευκής σελίδας. Αλλά που εκτείνεται στην απεραντοσύνη του άγραφου, του άκτιστου και του απροσδιόριστου". Και είναι απορίας άξιο πως επιτυγχάνει αυτόν τον μινιμαλισμό ο Bresson. Κινηματογράφος για αυτόν είναι μόνο εικόνα και ήχος. Ο τελευταίος μάλιστα περιορισμένος. Χρησιμοποιεί κυρίως γκρο πλαν. Εστιάζει σε σημεία εκτός κάδρου. Ή κινηματογραφεί τα λεγόμενα ανορθόδοξα κάδρα, καθώς αυτά μπορεί να γεμίζονται με πρωτοφανή αντικείμενα-πρόσωπα. Η αφήγηση δεν ακολουθεί ευθύγραμμες οδούς. Αντίθετα, σε αυτή λειτουργούν παρενθετικά, κυρίως φιλοσοφικοί στοχασμοί. Ο Bresson χρησιμοποιεί ηθοποιούς-μοντέλα μιας χρήσης. Καθώς δεν επιθυμεί ο θεατής να αναγνωρίζει στα ερμηνευτικά πρόσωπα οποιαδήποτε προγενέστερη εμπειρία του. Λίγο πολύ, πάνω σε αυτές τις αρχές κινηματογραφήθηκε και ο "Πορτοφολάς". Ίσως η πιο διάσημη κινηματογραφική "νουβέλα" του Γάλλου σκηνοθέτη!


Ας πούμε για την υπόθεση μερικά πράγματα. Θα παρακολουθήσουμε το πάθος του Μισέλ, ενός νεαρού, για τη ληστεία πορτοφολιών. Αυτό το χόμπι ξεκινάει από την ανάγκη εύρεσης χρημάτων, για να καταλήξει ως ένας τρόπος έκφρασης. Κάτι σαν Τέχνη! Για αυτόν η ληστεία πορτοφολιών είναι ένας τρόπος απόδειξης συνειδησιακής και πνευματικής ανωτερότητας. Όχι τόσο έναντι των θυμάτων, αλλά έναντι του Νόμου. Είναι μια προσωπική υπόθεση του Μισέλ απέναντι στο σύστημα, κάτι ανάλογο με αυτό που ενσάρκωσε αργότερα ο Steve McQueen στο The Thomas Crown Affair. Ο Μισέλ έχει ως αυτοσκοπό την τελειοποίηση της Τέχνης του, υποβαθμίζοντας και καταπνίγοντας διαρκώς τα συναισθήματα του. Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται η Jeanne. Η εν δυνάμει γυναίκα της ζωής του. Μόνο που αυτή είναι το υπόδειγμα του νομοταγή πολίτη. Η ένωση των δύο ετερωνύμων είναι αυτή που θα υποβοηθήσει τον Bresson να πραγματοποιήσει μια θρησκευτική αλληγορία στην κορύφωση του έργου, απορρίπτοντας τελικά το Νόμο, ως απλό ρυθμιστικό εργαλείο της κοινωνίας.


Δεν ξέρω αν θα είχε νόημα να ρίξουμε μια κριτική ματιά στα σκαριά αυτού του αριστουργήματος. Ο Bresson τα αφήνει όλα τόσο λευκά, καταδικάζοντας όποιον αναλυτή ως έναν κριτικά φλύαρο αναγνώστη. Δε θα μας αποκαλυφθεί σε καμία στιγμή για παράδειγμα η θέση του σκηνοθέτη απέναντι στην εργασία, ούτε για την κλεψιά, αλλά ούτε για την υπέρβαση του νόμου. Και δε θα μας δοθούν ούτε εκείνα τα (απαραίτητα) πατήματα, για να απομακρυνθούμε μόνοι μας από τον νατουραλισμό της εικόνας. Κάθε καρέ εμπεριέχει δεκάδες αμφιμονοσήμαντα παρακλάδια, στα οποία μπορείς να βρεθείς με την ακρίνεια του εξωπραγματικού.


Θα ήθελα να σταθώ λίγο και στην οπτικοποίηση της δράσης του Μισέλ. Από πολλούς ίσως χαρακτηριστεί υπερβολική. Ωστόσο δεν είναι. Ο επαναληπτικός τρόπος που τα δάχτυλα χορεύουν πάνω στα ξένα πορτοφόλια, οι μοναδικές κομπίνες και οι τρόποι υλοποίησης της απάτης είναι μοναδικοί και λειτουργούν δίνοντας απερίγραπτο ρυθμό στην αφήγηση, αποφεύγοντας περίτεχνα και την στιλιστική επιτήδευση. Θα λέγαμε πως όλη αυτή η οπτικοποιήση λειτουργεί όπως ακριβώς λειτουργεί η χορογραφία στο μιούζικαλ.

Για να κλείσω, νομίζω πως το σινεμά του Bresson είναι μια από τις αποδείξεις των άπειρων δυνατοτήτων της κινηματογραφικής Τέχνης.


Βαθμολογία: 9/10



Thursday, July 16, 2009

All I want is movies

Ο Πορτοφολάς


Δεν είναι ότι δεν μου άρεσε, μου άρεσε αλλά κάτι με ξένισε. Δε μπορώ να τη θεωρήσω μια από τις καλύτερες όλων των εποχών. Ο κεντρικός χαρακτήρας Michelle μου ήταν αντιπαθέστατος. Στα μάτια μου δεν ήταν παρά ένας τεμπέλης ο οποίος σπαταλούσε όλη την εξυπνάδα του και το ταλέντο του για να μάθει να κλέβει. Ακόμα πιο ενοχλητικό ήταν το παίξιμο του ηθοποιού. Ήταν δύσκαμπτος, κοιτούσε μονίμως το πάτωμα και έλεγε τα λόγια του σαν ρομπότ. Διάβασα βέβαια ότι ο ίδιος ο Μπρεσον είχε πει στους ερασιτέχνες ηθοποιούς να παίζουν έτσι ώστε να μην αποτυπώνουν κανένα συναίσθημα αλλά να τα ερμηνεύουν οι θεατές όπως θέλουν. Τέτοιες κουλτουριάρικες μαλακίες δεν τις μπορώ. Κανένας δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι είναι ένα αξιόλογο πορτραίτο του ήρωα και μια ψυχολογική ανάλυση του χαρακτήρα του Michelle.
Άσχετο αλλά η συμπρωταγωνίστρια Monica Green είναι ίδια η Natalie Portman με διαφορετική μύτη.



The Beguiled



Ξεχασμένη ταινία με πρωταγωνιστή τον Clint Eastwood. Εδώ υποδύεται έναν τραυματισμένο στρατιώτη των Βορείων (η ταινία διαδραματίζεται την εποχή του πολέμου μεταξύ Βορείων και Νοτίων) τον οποίο ανακαλύπτει μια πιτσιρίκα κάτοικος ενος κοντινού οικοτροφείου θηλέων του Νότου. Στην κυριολεξία καταλήγει στο στόμα του λύκου αλλά παρόλο που πρόκειται για εχθρό η σεξουαλικά στερημένη διευθύντρια δέχεται να τον περιθάλψει. Κλειδωμένος χρησιμοποιεί την γοητεία του για να κερδίσει την εύνοια των θηλυκών κατοίκων του οικοτροφείου: την διευθύντρια, την συνεσταλμένη καθηγήτρια και ενα νυμφίδιο μαθήτρια. Βέβαια όταν μπλέκεις με τα πίτουρα θα σε φάνε οι κότες, καθώς μόλις τον αντιλαμβάνονται τα πράγματα παίρνουν άσχημη τροπή. Πολλοί χαρακτήρισαν την ταινία μισογυνικη αλλά κατά την γνώμη μου το αντρικό φύλο δεν έχει και τον καλύτερο δυνατό αντιπρόσωπο στον χαρακτήρα του Eastwood. Το Beguiled αποπνέει μια γκοθικ αισθητική πνιγμένη στο χρώμα της σέπιας, σαν μια παλιά «αθώα» φωτογραφία. Τίποτα όμως δεν είναι αθώο πίσω από τα κάγκελα του οικοτροφείου.


...............................................................



Ορίστε και μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα trailers επερχόμενων ταινιών:


Where the Wild Things Are του Spike Jonze





The Box του Richard Kelly





District 9 σε παραγωγή Peter Jackson





Shutter Island η επιστροφή του Martin Scorsese





Cemetery Junction του αγαπημένου διδύμου των "The Office" και "Extras"





Moon





Zombieland





Daybreakers, είχα ξεχάσει τον Ethan Hawke





Agora του Alehandro Amenabar





Jennifer's Body, η νέα δουλειά της Diablo Cody

Wednesday, July 15, 2009

"Οι απαρχές της Nouvelle Vague" στο Σινε Στέλλα

Έγραψα για το αφιέρωμα όταν γινόταν την προηγούμενη βδομάδα στο facebook profile της Ομάδας, αλλά είπα να το μεταφέρω κι εδώ (με ορισμένες προσθήκες και κανα visual aid παραπάνω). Καλό και άγιο το fb και η αμεσότητα του αλλά έχω φτάσει να γράφω περισσότερο εκεί παρά εδώ στο blog :-(




Το μόνο υποτιτλισμένο βίντεο της προκοπής (παρά τη "σύγχρονη" μουσική) που βρήκα για τις "Επικίνδυνες Σχέσεις" ("Les liaisons dangereuses", 1959) του Ροζε Βαντίμ με τον πραγματικά μαγνητικό Ζεράρ Φιλίπ* στο ρόλο του "Βαλμόντ". Μια ταινία αληθινή έκπληξη, σχεδόν άγνωστη (ενώ όλοι ξέρουν το remake του Φρίαρς με Κλόουζ-Μάλκοβιτς), πραγματικά μοντέρνα (παρά τα 50 χρόνια της!), με τη δύναμη "των απαρχών της Nouvelle Vague"! [Το σχετικό αφιέρωμα συνεχίζεται στη θερινή "Στέλλα" (Πλ. Αμερικής). ]


Και το trailer:
http://www.youtube.com/watch?v=aDO5lQEbYwY
Συμπρωταγωνιστεί η Ζαν Μορό, εκπληκτική για μια ακόμη φορά (όπως ''Ασανσέρ''). Έπαιξε Πέμπτη & Παρασκευή (με πρόλογο από Μήτση-Ζουμπουλάκη).



Το ΣΚ έπαιξαν οι "Εραστές" ("Les Amants", 1958) του Λουί Μαλ.


Η κόπια που προβλήθηκε ήταν ντουμπλαρισμένη στα Ιταλικά, πραγμα που ενόχλησε κάπως και εμένα και τη "σουρεαλίστρια δίχως nickname"- μέλος της Ομάδας που με ακολούθησε (οχι βέβαια όσο ενόχλησε τη fedra, όπως διαβάζω στο νεοσυσταθέν blog των παιδιών στις Νύχτες Πρεμιέρας - καλή δουλειά παιδιά μέχρι το Σεπέμβρη!, περιμένουμε πολλά :-). Ψιλο-απαράδεκτο βέβαια που δεν είχε ανακοινωθεί πουθενά! Nouvelle Vague πας να δεις, όχι "Nuevo Onda ή Volta ή δεν-ξέρω-εγω-πώς-θα-λεγόταν στα Ιταλικά" :-D. Απ' την άλλη, πιο ενοχλητικό από το ντουμπλάζ ήταν το οτι περίμενα κάτι ανάλογο των εξαιρετικών "Επικίνδυνων Σχέσεων" αλλά προέκυψε μια ταινία εντελώς ξεπερασμένη θεματικά και αρκετά flat δραματουργικά. (Την παραπάνω εικόνα τη δανείστηκα από τη fedra, επειδή φαίνεται σ' αυτήν πόσο πολύ μοιάζει η Ζαν Μορό με τη Μόνικα Μπελούτσι! Έτσι δεν είναι?)



Τελευταίο σκέλος του αφιερώματος: η "Lola" (1961) του Ζακ Ντεμί.


Μια ταινία που "κατά τη στιγμή της δημιουργίας της είχε όλα τα στοιχεία που θα καταγράφονταν αργότερα στο μεγάλο λεξικό του σινεμά ως θεμέλια της Nouvelle Vague", όπως έγραψε ο Μανώλης Κρανάκης στο μεγάλο αφιέρωμα του ΣΙΝΕΜΑ (τ. Ιουνίου) στα 50 χρόνια του Νέου Κύματος. Δυστυχώς δεν τα κατάφερα να το διαπιστώσω (αλλά ούτε και να θαυμάσω την κουκλάρα Anouk Aimée), καθώς το είχα προγραμματίσει για την Τρίτη, χωρίς να λάβω υπόψη τις βουλές της οικογένειας Jackson...





* Πλάκα έχει πώς συνδεόνται τελικά όλα...

Ο Gérard Philipe πέθανε από καρκίνο την ίδια χρονιά των "Επικίνδυνων Σχέσεων", το 1959, σε ηλικία μόλις 37 ετών, όντας ενας απ' τους μεγαλύτερους αστέρες του Γαλλικού κινηματογράφου και θεάτρου. (Όπως διαβάζω στο κυριακάτικο Βήμα) φέτος που συμπληρώνονται 50 χρόνια, θα τιμηθεί με μια μεγάλη έκθεση και με προβολές των ταινιών του από το Φεστιβάλ της Αβινιόν: το μεγαλύτερο θεατρικό φεστιβάλ της Γαλλίας (που "τρέχει" αυτές τις μέρες), το γνωρίσαμε κινηματογραφικά πολύ πρόσφατα, στο φετινό φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινημ/φου, μέσα από τον εξαιρετικό "Θόρυβο των άλλων γύρω μας" ("Le Bruit des gens autour", 2008) του Diastème (αναζητήστε το!). Στην Αβινιόν λοιπόν, στην πρώτη χρονιά του φεστιβάλ το 1947, είχε κάνει το ντεμπούτο της και η Ζαν Μορό (σε ηλικία 19 ετών) και εκεί κάνει φέτος μεγάλη επιστροφή, στα 91 της! (έχει το ρόλο του αφηγητή στη θεατρική παράσταση "Ο Πόλεμος των Υιών" του γνωστού (και κινημ/φικού) σκηνοθέτη Άμος Γκιτάϊ, η οποία αν δεν απατώμαι θα περάσει μες το καλοκαίρι και από τη χώρα μας).



To stay on a comment thread, first click "Reply". To start a new one, comment in this box.


Sunday, July 12, 2009

Public Enemies (Δημόσιος Κίνδυνος)


Σκηνοθεσία: Michael Mann
Παραγωγής: USA / 2009
Διάρκεια: 140'




Μια ταινία αφιερωμένη στον περιβόητο κακοποιό John Dillinger των 30's. Του οποίου οι αποδράσεις του και οι δράσεις του οι ενδοκοινωνικές θα τον περιέγραφαν καλύτερα ως rock star. Βέβαια, το ιστορικό φόντο της εποχής παρουσιάζεται ασύλληπτα ξεθωριασμένο. Σαν την αποχρωματισμένη ψηφιακή φόρμα που επιλέγει ο Mann για να κινηματογραφήσει. Όχι, δεν έχω κάτι με την ψηφιακή φόρμα. Αντιθέτως! Ο Michael Mann καταφέρνει να την αξιοποιήσει στο έπακρο. Ίσως και να της δώσει μια ακόμα μεγαλύτερη (κινηματογραφική) διάσταση, τονίζοντας τις δυνατότητες του μέσου αλλά και τις δικές του παράλληλα. Όμως, η ιστορική εποχή γιατί να παρουσιάζεται με τόση αφαιρετικότητα; Γιατί ο Mann επιλέγει να ενσωματώσει στην ιστορία του μέχρι και το τελευταίο (υπαρκτό) πρόσωπο, και από την άλλη αγνοεί τις τάσεις της εποχής; Γιατί δίνει τόσο μεγάλη βαρύτητα στα κουστούμια και στα αυτοκίνητα (περίβλημα), και καμία στην ουσία της περιόδου;


Η ταινία αναφέρεται κυρίως στην περίοδο της εκτεταμένης καταδίωξης του John Dillinger (Johnny Depp) από τους κρατικούς μηχανισμούς, τους οποίους ενσαρκώνει ο πράκτορας Purvis (Christian Bale). Η κάμερα περιστρέφεται κυρίως γύρω από τον ηθικά ακέραιο και τον εσωστρεφή John Dillinger. Και με σημείο αναφοράς αυτόν, θα παρακολουθήσουμε και τα μέλη της παρέας του αλλά και την εκλεκτή της καρδιάς του, την Billie (Marion Cotillard).


Αναπαραστατικά το Public Enemies έχει πραγματικά την ικανότητα να μας κόψει την ανάσα! Μοναδική η σκηνοθεσία του Michael Mann, με κάμερα στο χέρι και με αξιοσημείωτη φροντίδα στα κάδρα. Μια απίστευτη αρμονία στο ντεκουπάζ, παρά το συνεχή τεμαχισμό του χώρου, και μια αξιοθαύμαστη εναλλαγή στα μεγέθη των κάδρων. Έτσι, θα μας παραθέσει ορισμένες αξιομνημόνευτες σεκάνς. Όπως αυτή στο δάσος ή την τελική του σινεμά ή τις διάσπαρτες ληστείες. Και είναι πράγματι ιδιαίτερα τιμητικό για έναν σκηνοθέτη του βεληνεκούς του Michael Mann να καταπιάνεται και να πειραματίζεται τόσο πολύ με το κινηματογραφικό μέσο. Τόσο που και οι επίδοξοι -και μη καταξιωμένοι- συνάδελφοι του δεν καταπιάνονται.


Σεναριακά όμως το Public Enemies με απογοήτευσε. Και όχι, δε θα βρούμε πολλά διολισθήματα πέραν αυτού που ανέφερα στην πρώτη παράγραφο. Ίσως θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την αοριστολογία στο πλάσιμο των ηρώων. Όμως ακόμα και αυτή (η αοριστολογία δηλαδή), θα δικαιολογούνταν κάλλιστα απ' το "εδώ και τώρα" (το παρόν), που αποτελεί και το μοναδικό πρίσμα μέσω του οποίου ξεδιπλώνεται η αφήγηση. Αυτό που με πειράζει -μόνο την προσωπική άποψη εκφράζω- είναι ο μιμητισμός που ακολουθεί η Αμερικάνικη ταινία ως προς τις θεωρητικά επιτυχημένες συνταγές. Τι εννοώ; Θεωρώ πως αδικείται η Αμερικάνικη λογοτεχνία όταν ο Λόγος, ως προς το διαλεκτικό τουλάχιστον κομμάτι, λογίζεται απλά ως ένα ατού για την κατάκτηση του παιχνιδιού των εντυπώσεων. Ως το εφέ δηλαδή της παράστασης! Όπως επίσης απαράδεκτη θεωρώ την απαρέγκλιτη ακολουθία της σεναριακής πεπατημένης. Όπως εδώ για παράδειγμα, το κορίτσι χρησιμοποιείται για να αναδείξει τη συναισθηματική πλευρά του ήρωα, αλλά και το τρωτό σημείο στο πορτραίτο του. Η αμφιβόλου ηθικής αστυνομία χρησιμοποιείται για να εξασφαλισθεί μια minimum συμπάθεια προς τον πρωταγωνιστή. Όχι, δε με ενοχλεί ούτε το κορίτσι, ούτε η αστυνομία. Άλλωστε θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες περί της αγνότητας του αστυνομικού σώματος, αλλά και για τις "ιδιότητες" του έρωτα. Αυτό που με ενοχλεί είναι το "για να", που έχει γίνει πλέον πανάκεια!


Δε θέλω να μιλήσω για τις ερμηνείες, αν και έχει γίνει πολύς λόγος για το cast. Φοβάμαι πως θα αδικήσω τις ερμηνευτικές ικανότητες του τρίο (Johny Depp, Christian Bale, Marion Cotillard), που και εδώ τα πάει ικανοποιητικά. Το Public Enemies ιδεολογικά δε διαφέρει πολύ από τις φετινές γκανγκστερικές ταινίες. Και, κατά τη γνώμη μου, είναι μια ταινία που έχει χάσει τη μάχη της με το τώρα, αλλά έχει να δώσει μια άλλη (ουσιαστικότερη) μάχη με το χρόνο. Για την οποία, πάντως, κατέχει τα πρέποντα εφόδια. Όσο για σένα αναγνώστη, αν είσαι λάτρης του Michael Mann και του Αμερικάνικου σινεμά, τότε το Public Enemies είναι ένα must. Οι υπόλοιποι μάλλον θα δουν μια (ενοχλητικά) αδιάφορη ιστορία, ενορχηστρωμένη υπό την αριστοτεχνική μπαγκέτα ενός σημαντικού σκηνοθέτη.


Βαθμολογία: 6/10



Cat on a Hot Tin Roof (Λυσσασμένη Γάτα)


Σκηνοθεσία: Richard Brooks
Παραγωγής: USA / 1958
Διάρκεια: 108'




Ο Tennesse Williams μπορεί να μεγαλούργησε στη θεατρική τέχνη, όμως το σπέρμα του διαπότισε και αυτή του κινηματογράφου, καθώς δεκάδες έργα του μεταφέρθηκαν σε αυτόν. Με χαρακτηριστικότερα την ταινία που παρουσιάζουμε και το "A Streetcar Named Desire". Ωστόσο, θα σας συμβούλευα να μην υποπέσετε στο σφάλμα της άμεσης σύγκρισης κινηματογραφικής και θεατρικής εκδοχής. Γιατί κάτι τέτοιο, όποιας μορφής Τέχνες και να εμπλέκονται στο ζύγιασμα, είναι εξ' ορισμού ανέφικτο. Το "Cat on a Hot Tin Roof" αποτελεί ένα κλασσικό αριστούργημα, υπό την επαγγελματική σκηνοθεσία του Richard Brooks και τις χαρισματικές ερμηνείες των Paul Newman, Burl Ives και της Elizabeth Taylor.

Τι είναι όμως αυτό που κάνει μια ταινία να χαρακτηρίζεται ως κλασσική; Ο χαρακτηρισμός μιας ταινίας ως κλασσικής επέρχεται, συνήθως, αρκετά χρόνια μετά τη γέννηση της και δηλώνει πως η ταινία, ιδιοσυγκρασιακά, υπερβαίνει την εποχή της γέννησής της και έχει μια ευρύτερη απήχηση. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η κατάκτηση του ορισμού “κλασσική” για μια ταινία επιτυγχάνει και τον εξωραϊσμό τυχόν ελαττωμάτων, που γίνονται πλέον εμφανή μετά το πέρας της εποχής. Πως προκύπτει όμως ο χαρακτηρισμός μιας ταινίας ως κλασσική; Όπως προείπαμε, συνήθως ο χαρακτηρισμός αυτός επέρχεται για μια ταινία αρκετά χρόνια μετά τη γέννηση της. Και προκύπτει από την αναγκαιότητα (αν αποδεχτούμε πως υπάρχει τέτοια) να σηματοδοτηθούν εκείνες οι ταινίες που υπερβαίνουν την χρονολογική εποχή τους, όντας ταυτόχρονα και αντιπροσωπευτικές μιας (συνήθως) παρελθούσας κινηματογραφικής εποχής.


Οι δύο γιοι μετακομίζουν με τις οικογένειες τους στη βίλα του ευκατάστατου, αλλά και ετοιμοθάνατου πατέρα τους (Burl Ives), για να γιορτάσουν τα 65α γενέθλιά του. Ο πρωτότοκος, ο Cooper, έχει παντρευτεί την πιο μισητή γυναίκα, έχει αραδιάσει πέντε παιδιά και είναι επαγγελματίας δικηγόρος, συμβαδίζοντας απόλυτα με τα κοινωνικά πρότυπα της οικογενειακής ευτυχίας. Ο Brick (Paul Newman) είναι ενας πρώην διάσημος αθλητής, και νυν αλκοολικός, που είναι ταγμένος στην απόλυτη άρνηση. Η Maggie (Elizabeth Taylor), η όμορφη και ανέγγιχτη γυναίκα του, παρουσιάζεται σχεδόν υστερική, αδυνατώντας να βρει τη θέση της τόσο στην ίδια της την οικογένεια όσο και στην οικογένεια του συζύγου της. Και όλοι οι ήρωες του δράματος (εξαιρουμένου του Brick) βρίσκονται στην πατρική κατοικία προσπαθώντας να ηγηθούν στην κληρονομική κούρσα. Μόνο που ο Big Daddy δε γνωρίζει την ακριβή κατάσταση της υγείας του.

Ποια όμως είναι η Λυσσασμένη Γάτα του τίτλου; Η λυσσασμένη γάτα είναι εκείνη η γυναίκα που τρελάθηκε από περιφρόνηση. Είναι η γυναίκα που αδυνατεί να βρει την αγάπη αλλά και την ταυτότητα μέσα στο σπίτι της, και στρέφεται στην υποκριτική κοινωνία, επιδιώκοντας την ανέλιξη της σε αυτή. Η γυναίκα αυτή είναι η εύφλεκτη Elizabeth Taylor, που ως ηρωίδα αναμένεται να διαδραματίσει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Αναλαμβάνοντας να αποδώσει τη στροφή του ατόμου στα υλικά αγαθά, στην υποκριτική πραγματικότητα, ως απόρροια της εσωτερικής κενότητας που υπαγορεύει η έλλειψη συναισθημάτων με τα κοντινά της πρόσωπα.


Ο Richard Brooks θα μας χαρίσει το απόλυτο τσαλάκωμα της οικογενειακής ευτυχίας. Το τσαλάκωμα αυτό γίνεται εκκωφαντικό ξέσκισμα κατά τη δραματουργική καταιγίδα του δεύτερου μέρους. Ενώ στο πρώτο μέρος, η αριστοτεχνική σκηνοθεσία, με τη θέση της κινηματογραφικής μηχανής, έχει υπαινιχτεί με παμπόνηρο τρόπο το τι θα επακολουθήσει. Η οικογενειακή ευτυχία, που πηγάζει από τη φαινομενική εικόνα που χτίζει η θεσμική θέση της οικογένειας στην κοινωνία, δεν είναι παρά ένα ψέμα. Καθώς ο Richard Brooks θα τρίψει την επιχρυσωμένη επιφάνεια της, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με οικεία μυστικά και με αλήθειες που κοιμούνται κάτω από χρόνια επουλωμένες πληγές. Αξιοπρόσεκτος είναι και ο τρόπος που ο Richard Brooks εναντιώνεται σε κάθε τύπου κοινωνικό επινόημα. Τοποθετώντας στο στόχαστρο του τόσο την εκκλησία όσο και τους τοπικούς άρχοντες, κατηγορώντας ευθέως τα κοινωνικά επινοήματα για την ανισότητα του "φαίνεσθαι" με το "είναι".

Αλλά πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, θα ήταν μάλλον χρήσιμο να μιλήσουμε για τους ήρωες. Ο Paul Newman ενσαρκώνει μια αλκοολική και αρνητική περσόνα. Έχει γαλουχηθεί και αυτός στην επιφανειακή λάμψη της κοινωνίας , όντας αθλητής και συνεπώς μέρος του star system. Ο ίδιος παρουσιάζεται συντετριμμένος μετά το θάνατο του κολλητού φίλου του Skyper, για τον οποίο σε μεγάλο βαθμό αισθάνεται ένοχος. Αυτή η απώλεια τον έφερε απότομα αντιμέτωπο με την υποκρισία του Δυτικού τρόπου ζωής. Και η άρνηση του για τα πάντα αποτελεί και την ταφόπλακα του. Ωστόσο, η άρνηση του δε σημαίνει άρνηση για ζωή, αλλά άρνηση για συμμετοχή σε μια εκφυλισμένη ζωή (η σημασία που δίνει στο χαμό του φίλου του υποδηλώνει την αναγκαιότητα και τη σημαντικότητα των προτύπων στις κοινωνίες όπου θεριεύει η υποκρισία και τα θεσμικά επινοήματα).



Ο πατέρας από την άλλη είναι ενας άνθρωπος απόλυτα επιτυχημένος όσον αφορά την οικονομική του καριέρα. Για να κατορθώσει αυτό το επίτευγμα, ως ένας άλλος Kane, πέρασε σε μια συναισθηματική απονεύρωση. Δεν αγαπάει ποτέ κανέναν, δεν ενδιαφέρεται για κανέναν. Είναι μια κυνική φυσιογνωμία, απόλυτα εναρμονισμένη με την καταναλωτική μανία της εποχής του, που υποκαθιστά τα συναισθήματα με υλικά αγαθά και με χρήμα. Όμως η ζωή δε μετριέται με το χρήμα. Η ζωή μετριέται με την αγάπη, η ζωή μετριέται με τον πόνο, όπως μας αποκαλύπτεται σε έναν απολαυστικό διάλογο που έχει με τον Paul Newman, μεταξύ βογγητών και μύχιων βουητών.

Για να κλείσω αυτό το αδόμητο κείμενο, που μοιάζει περισσότερο με μια καταγραφή παρατηρήσεων, θα ήθελα να αναφέρω πως το "Cat on a Hot Tin Roof" είναι πλούσιο σε συμβολισμούς. Θα ήθελα να αναφέρω μερικούς από αυτούς τους οποίους απόλαυσα. Ο Cooper δεν είναι τυχαία δικηγόρος, είναι ένας άνθρωπος που έχει εναρμονιστεί επαγγελματικά με την ψευτιά της εποχής του. Ακόμα, τα παιδιά του Cooper αποκαλούνται διαρκώς "άλαιμα", όχι τυχαία. Ο λαιμός, εκτός των άλλων, είναι εκείνο το σημείο του σώματος που στηρίζει και κατευθύνει το κεφάλι. Τα παιδιά λοιπόν αυτά (όπως και κάθε παιδί σε οποιαδήποτε οικογένεια που συμβαδίζει με τις αρχές των κοινωνικών-θεσμικών επινοημάτων) στερούνται κατεύθυνσης, καθώς οι γονείς τους είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς στο να συμβάλλουν στην ορθή διαπαιδαγώγηση τους.


Βαθμολογία: 9/10



Sunday, July 05, 2009

In the Electric Mist (Καταιγίδα στην Ομίχλη)


Σκηνοθεσία: Bertrand Tavernier
Παραγωγής: USA / France / 2009
Διάρκεια: 102'





Παλιομοδίτικη, στην εμφάνιση, αστυνομική περιπέτεια. Με την επίμονη προσπάθεια του Bertrand Tavernier να χωρέσει την ποίηση και το φανταστικό στην αιματηρή πραγματικότητα της Λουϊζιάνα. Το αποτέλεσμα είναι ένα υποβλητικά ατμοσφαιρικό film, χωρίς όμως ραχοκοκκαλιά.


Ο Tommy Lee Jones (σε ρόλο γραμμένο και ραμμένο για πάρτη του) υποδύεται έναν κοινωνικά ευαίσθητο αστυνομικό. Η εγκληματικότητα και η βαρβαρότητα της περιοχής βαραίνουν τον συναισθηματικό του κόσμο. Αυτή τη φορά καλείται να εξιχνιάσει το χρονικό ορισμένων βίαια δολοφονημένων γυναικών, οι οποίες πρωτίστως έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά. Στο μεσοδιάστημα έχει "ανακαλύψει" το φονικό ενος νέγρου, που έχει πραγματοποιηθεί τουλάχιστον προ δεκαετίας. Ο υπεύθυνος Tommy Lee Jones υποπτεύεται τους τοπικούς άρχοντες, που όλοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με το σινεμά. Και θα βρεθεί μπροστά από ένα γριφώδη κολάζ γεγονότων που καλείται να συναρμολογήσει.


Στην άλλη πλευρά, αντίθετα με τον Tommy Lee Jones που συγκεντρώνει όλα τα βάσανα του τόπου του, βλέπουμε ένα σωρό κινηματογραφικών αστέρων που δε νοιάζονται για τίποτε άλλο πέραν της γυαλάδας της δημόσιας εικόνας τους. Ο Bertrand Tavernier βρίσκει έτσι την ευκαιρία να εκφράσει ενα παράπονο: αφορά στην κατεύθυνση που έχει επιλέξει το σύγχρονο σινεμά, το οποίο έχει αποποιηθεί τη θέση του ως μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας (και συνεπώς και τις ευθύνες που πηγάζουν απ' αυτή τη θέση) και έχει επιλέξει τον εγωκεντρικό μονόδρομο της διασκεδαστικής ματαιοδοξίας του. Αλλά ο Bertrand Tavernier, όπως εξελίσσεται η ταινία, το πάει και παρά πέρα. Διατυμπανίζοντας πως αυτή η στάση ζωής, δηλαδή η αποποίηση ευθυνών από την βουρκώδη πραγματικότητα, αποτελεί τελικά την ίδια τη λάσπη που μας βρωμίζει...


Είναι αλήθεια πως το "In the Electric Mist" προσπαθεί να στοχαστεί διατηρώντας το εύγλωττο λογοτεχνικό ύφος της νουβέλας του James Lee Burke. Και σχεδόν καταφέρνει να προσδώσει μια ομιχλώδη αύρα στο χώρο. Ωστόσο η δράση, άφιλτρη, ξεχαρβαλώνει τους ρυθμούς της ταινίας. Ενώ και η αφήγηση δε διστάζει να ακολουθήσει την πεπατημένη. Όχι όσον αφορά την κινηματογράφηση, αλλά όσον αφορά το συμβατικό τρόπο σκέψης. Το ποιητικό voice over ενίοτε καταλήγει σε μια παραφωνία. Και τελικά το μόνο που μπορεί να αποκομίσει ο θεατής, είναι μια τμηματική ευκαιρία για στοχασμό. Τέλος, ο διεκπαιρεωτικός Tommy Lee Jones είναι αναμενόμενα καλός .


Βαθμολογία: 5,5/10



The Burning Plain (Τα Σύνορα της Μοναξιάς)


Σκηνοθεσία: Guillermo Arriaga
Παραγωγής: USA / Argentina / 2008
Διάρκεια: 106'




Ο Guillermo Arriaga, ο μέχρι πρώτινος μόνιμος σεναριογράφος του Alejandro Gonzalez Inaritu (Amores Perros, 21 Grams, Babel) βρίσκεται αυτή τη φορά και πίσω από την κάμερα. Φημολογείται ότι οι δυο τους τα "έσπασαν". Καθώς ο Arriaga διατύπωνε πως είχε μεγαλύτερη συμβολή στις ταινίες τους, και επί της ουσίας αρνούταν να αποδεχτεί τον αφανή ρόλο του σεναριογράφου. Η διαφορά όμως του Burningn Plain με το 21 Grams δεν είναι δα και μικρή. Αυτή η διαφορά πιθανώς επιχειρηματολογεί την κλίμακα ψεύδους της θέσης του Μεξικάνου σεναριογράφου. Και χρησιμοποιώ τη σύγκριση The Burning Plain - 21 Grams διότι εκ πρώτης άποψης συγγενεύουν (και) θεματικά.


Ως προς την αφήγηση θα περιπλανηθούμε στα γνωστά. Μια αποσπασματική ξεδίπλωση των σπονδυλωτών ιστοριών, κατακερματισμένη μάλιστα στο χρόνο. Είναι πολλοί αυτοί που φέρουν ενστάσεις για τις σπονδυλωτές ταινίες. Θεωρώντας αυτή τη μορφή αφήγησης απλά ως ένα εφετζίδικο τρυκ εντυπώσεων. Εν μέρει, ίσως έχουν δίκιο. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε πως η κατακερματισμένη αφήγηση αποτελεί ένα ουσιαστικό αντεπιχείρημα στη γραμμικότητα του χρόνου. Ο άνθρωπος, συνεπώς και ο θεατής, μπορεί να φέρει γνώση μόνο των γεγονότων που συμβαίνουν σε παραπλήσιες χωροχρονικές συντεταγμένες με τις δικές του. Παράλληλα όμως, στις άπειρες διαφορετικές χωροχρονικές συντεταγμένες, διεξάγονται επίσης άπειρα συμβάντα που εκ των πραγμάτων ο άνθρωπος αδυνατεί να παρατηρήσει. Συνεπώς, η γραμμικότητα του χρόνου δεν είναι παρά ένα πλαστό επινόημα. Καθώς ο χρόνος δεν ορίζεται με σημείο αναφοράς ένα συγκεκριμένο άτομο, αλλά με σημείο αναφοράς τον απειροστό χώρο. Έτσι, και η σπονδυλωτή ταινία θεωρεί άσκοπο να οργανώσει τα επεισόδια και τις σκηνές βάση μιας χρονικής αλληλουχίας. Αντιθέτως, φιλοδοξεί να παραθέσει τα γεγονότα βάση άλλων άτυπων κανόνων συνάφειας και συγγένειας, όπως θεματολογία, συναισθηματισμός, πρόσωπα κλπ, ώστε να εξασφαλίζει μια πιο ολοκληρωμένη θέαση για τον παρατηρητή - θεατή.


Στα της υπόθεσης τώρα. Μία σαραντάρα (Kim Basinger) και ένας σαραντάρης έχουν φλεγόμενη παράνομη ερωτική σχέση. Ένα ατύχημα θα κοστίσει τις ζωές τους. Οι επιμέρους οικογένειες αντιμετωπίζουν με οργή την απιστία. Από αυτές τις οικογένειες δυο έφηβα παιδιά ερωτεύονται. Η μικρή Mariana (Jennifer Lawrence) με τον Santiago. Στην αρχή, η ιστορία τους ξεκινάει ως ένα παιχνίδι μιμητισμού της παράνομης σχέσης των γονιών τους. Για να καταλήξει σε ατόφιο έρωτα. Τα παιδιά όμως είναι αδύναμα να αντιμετωπίσουν τόσο τις ευθύνες μιας ολοκληρωμένης σχέσης, όσο και το συντηρητικό περιβάλλον τους. Οχτώ περίπου χρόνια αργότερα, ένα οχτάχρονο κορίτσι που ακούει στο όνομα Maria, αναζητά τη μητέρα του, καθώς ο κηδεμόνας - πατέρας είναι θύμα αεροπορικού ατυχήματος. Η ενήλικη Mariana (Charlize Theron) είναι η μητέρα του κοριτσιού. Η ενήλικη Mariana, μια εκθαμβωτική γυναίκα, έχει διαλέξει μια εύκολη ζωή, ως ένα μέτρο αντιπερισπασμού απ' το τραυματικό παρελθόν της. Το παρελθόν, τα βιώματα και τις εμπειρίες του χθες που αδυνατεί να αντικρύσει κατάματα.


Ο Guillermo Arriaga στήνει ένα στιβαρό μελόδραμα. Μια συγκινητική ιστορία που δύναται να καθηλώσει το θεατή. Κάθε ήρωας και ένα τραύμα. Κάθε ήρωας και μια βαθιά πληγή. Οι πληγές αυτές καθορίζουν τα επιφανειακά στίγματα, δίνοντας ως νόημα το βάθος της ζούσας εμπειρίας. Ιστορίες τραυματικών γεγονότων, ανεκπλήρωτων ερώτων και ενός σκοτεινού μέλλοντος ανακατεύονται τμηματικά απάνω σε έναν μελαγχολικό καμβά. Για να μας οδηγήσουν στη λύτρωση ενός μάλλον εκβιαστικού φινάλε.

Όσο και αν ακούγεται περίεργο, δεν είναι ο σκηνοθέτης Arriaga, αλλά ο σεναριογράφος Arriaga που καταδικάζει το Burning Plain στην ημιτέλεια. Η ιστορία μπορεί από μόνη της να είναι υπερβολική, αλλά δεν είναι αυτό το κυρίως πρόβλημα. Ο Arriaga εμμένει στο να μας παρουσιάσει μονοσήμαντους χαρακτήρες, οι οποίοι δρουν μάλλον σ' ένα απλοϊκά ραμμένο περιβάλλον. Με αποκορύφωμα, την άνισα προκατασκευασμένη μανιέρα του μελό φινάλε. Όσον αφορά τώρα τη σκηνοθεσία, η ικανότητα του Arriaga ίσως να μη μπορεί να αντιπαραβληθεί με αυτή του Inaritu. Ο δεύτερος, με λυρικά περάσματα κατάφερνε να δίνει μια υπερφυσική γοητεία στις ιστορίες του Μεξικάνου σεναριογράφου, προσπερνώντας ακούραστα τις όποιες συγγραφικές κοινοτυπίες. Ο Arriaga είναι φανερό πως δε μπορεί να αυτό-παράσχει μια τέτοιου είδους κάλυψη. Ωστόσο, αν και διεκπαιρεωτική, τεχνικά η σκηνοθεσία του είναι κυριολεκτικά αψεγάδιαστη.


Το Burning Plain αποτελεί μια υποβλητική συναισθηματικά ταινία. Με τις αρετές της τριλογίας του Inaritu, αλλά και με εξόφθαλμα ατοπήματα που δεν είχαμε συναντήσει εκεί. Ωστόσο, το λαμπρότερο στοιχείο του film είναι το cast. Η Kim Bassinger, η Charlize Theron και η Jennifer Lawrence είναι κυριολεκτικά μοναδικές στις ερμηνείες τους. Ένα θηλυκό τρίο που ποτίζει με νερό, φωτιά και αέρα τη ραχοκοκαλιά της δραματουργίας.


Βαθμολογία: 6/10



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...